| Ο Έλληνας της ξενιτειάς σαν πυροσβέστης μιας φωτιάς που μέσα του τον καίει.
Παλεύει φλόγες και καπνούς, μα στην πατρίδα του ο νους είναι και κρυφοκλαίει.
Κι όταν ακόμα αυτός γλεντά δάκρυ στα μάτια τρέχει,
γιατί τον τόπο του κοντά θέλει μα δεν τον έχει.
Κι όταν το ρίχνει στο πιοτό με όνειρα ταξιδεύει,
και σε σεργιάνι νοερό τον χρόνο του ξοδεύει.
Ο Έλληνας που νοσταλγεί όπου κι αν βρίσκεται στη γη μες στην καρδιά του δάδα,
κρύβει βαθειά και προσπαθεί να μη του σβήσει και χαθεί η σπίθα για Ελλάδα.
Κι όταν το ρίχνει στο χορό ξέρω ανάγκη έχει,
να τιθασεύσει τον καιρό στην ξενιτιά ν’ αντέχει.
Κι όταν τη σκέψη του μεθά ψάχνει για να ξεφύγει,
αφού η ελπίδα με τα θα... δρόμους για πίσω ανοίγει.
| | The Greek of foreign-land is a fighter of a blaze that burns inside.
He battles flames and smoke but his mind’s on his home and he cries.
And when he celebrates, he does so with tears
for he yearns for his land but it isn’t near.
And when he drinks, he travels in his dreams
and passes the time sojourning in his mind.
The Greek who yearns, wherever he is on earth, hides a torch deep in his heart
and tries to keep it lit not to lose his spark for Greece.
When he dances, I know he feels the need
To tame the time, to survive foreign-land.
And when his mind travels, he seeks escape
Since with an “I will…” he leaves open his return.
|