| Εγνώρισα κάποια φορά σ’ ένα καράβι ξένο
έναν πολύ παράξενον Εγγλέζο θερμαστή
όπου δε μίλαγε ποτέ κι ούτε ποτέ είχε φίλους
και μόνο πάντα εκάπνιζε μια πίπα σκαλιστή.
Όλοι έλεγαν μια θλιβερή πως είχε ιστορία
κι όσοι είχανε στο στόκολο με δαύτον εργαστεί
έλεγαν ότι κάποτες, απ’ το λαιμό ως τα νύχια,
είχε σε κάποιο μακρινό τόπο στιγματιστεί.
Είχε στα μπράτσα του σταυρούς, σπαθιά ζωγραφισμένα,
μια μπαλαρίνα στην κοιλιά, που εχόρευε γυμνή
κι απά στο μέρος της καρδιάς στιγματισμένην είχε
με στίγματ’ ανεξάλειπτα μιαν άγρια καλλονή...
Κι έλεγαν ότι τη γυναίκα αυτή είχε αγαπήσει
μ’ άγριαν αγάπη, ακράτητη, βαθιά κι αληθινή·
κι αυτή πως τον απάτησε με κάποιο ναύτη Αράπη
γιατί ήτανε μια αναίσθητη γυναίκα και κοινή.
Τότε προσπάθησεν αυτός να διώξει από το νου του
την ξωτική που αγάπησε, τόσο βαθιά, ομορφιά
κι από κοντά του εξάλειψεν ό,τι δικό της είχε,
έμεινεν όμως στης καρδιάς τη θέση η ζωγραφιά.
Πολλές φορές στα σκοτεινά τον είδανε τα βράδια
με βότανα το στήθος του να τρίβει, οι θερμαστές...
Του κάκου· γνώριζεν αυτός καθώς το ξέρουμ’ όλοι
ότι του Αννάμ τα στίγματα δε βγαίνουνε ποτές...
Κάποια βραδιά ως περνούσαμε από το Bay of Bisky,
μ’ ένα μικρό τον βρήκανε στα στήθια του σπαθί.
Ο πλοίαρχος είπε: "θέλησε το στίγμα του να σβήσει"
και διάταξε στη θάλασσα την κρύα να κηδευθεί.
| | Conobbi un giorno su una nave straniera
un tipo molto strano, un fuochista inglese
che non parlava mai e non aveva mai amici
e fumava solo sempre una pipa intagliata.
Tutti dicevano che aveva una triste storia
e quelli che avevano lavorato con lui in sala macchine
dicevano che una volta, in qualche paese lontano,
si era fatto tatuare dal collo fino alle unghie.
Sulle braccia aveva disegnate croci, spade,
sulla pancia una ballerina che ballava nuda,
e sul cuore aveva tatuata
con tratti indelebili una bellezza selvaggia...
E dicevano che quella donna lui aveva amato
con un amore furioso, incontenibile, profondo e vero;
e che lei lo tradì con un marinaio nero
perché era una donna insensibile e mediocre.
Allora lui cercò di scacciare dalla mente
quella bellezza esotica che amava così profondamente
e si sbarazzò di tutto ciò che possedeva di lei,
ma sopra al cuore rimase quel disegno.
Molte volte nell'oscurità lo videro la sera
i fuochisti, che si sfregava il petto con delle erbe...
e apprendeva suo malgrado, come lo sappiamo tutti,
che i segni dell'Annam non vanno mai via...
Una sera, mentre attraversavamo il Golfo di Biscaglia,
lo trovarono con una piccola spada nel petto.
Il capitano disse: "Ha voluto cancellare il suo marchio"
e ordinò che fosse sepolto nel mare, quel freddo mare.
|