| Στα παλιά στα πεταμένα
και στη στάχτη απ’ τη φωτιά
πέταξα τα περασμένα
κι είπα δε με νοιάζει πια
Βάσανα γλυκά δεμένα
στης αγάπης την κλωστή
μες της λησμονιάς τα τρένα
νόμιζα είχαν ξεχαστεί
μα στου ονείρου μου την πόρτα
πρόβαλες χαράματα
και τα κλάματα με πνίγουν,
σαν τις μάνες που ανοίγουν
των παιδιών τα γράμματα...
Τα παλιά τα έχω θάψει
κι έχτισα μια εκκλησιά
το κεράκι σου έχει κάψει
μα η καρδούλα μου χτυπά
| | Nella roba vecchia, nelle cose buttate via
e nella cenere del fuoco
ho gettato il passato
e ho detto che non m'importa più
Dolci tormenti legati
al filo dell'amore
nei treni dell'oblio
li credevo dimenticati
ma alla porta del mio sogno
ti affacciasti all'alba
e il pianto mi soffoca,
come accade alla madri che aprono
le lettere dei figli...
Le cose vecchie le ho seppellite
e ho costruito una chiesa
la tua candela si è consumata
ma il mio piccolo cuore batte
|