| Η Ελένη η ζωντοχήρα βρε τι έχει η κακομοίρα
ένα γέρο άντρα έχει κι η καημένη δεν αντέχει
κάθε μέρα αναστενάζει απ’ το στόμα φλόγες βγάζει
νέα είναι δεν ταιριάζει και μετά με αγκαλιάζει
Το ξεπόρτισε και λεει τι να κάνω κι όλο κλαιει
ο μπακάλης τη λυπάται κάθε βράδυ τη θυμάται
κι ο μανάβης σαν περνάει φεύγει τη παρηγοράει
έτσι το `φερε η μοίρα Λένη να `σαι ζωντοχήρα
Σαν τ’ ακούει το μπαρμπεράκι να και τρέχει με μεράκι
ελα δω βρε Ελενάκι να σου δείξω το φαρμάκι
το `μαθε το χασαπάκι τηνε εστέλνει ένα αρνάκι
κάνε το με το σπανάκι γιατί θα `ρθω το βραδάκι
| | Şen dul Eleni ya, biçarenin ne derdi var,
Kocası yaşlı, garibim dayanamıyor
Her gün iç çekiyor, ateş püskürüyor
Genç, uymuyor ona, sonra bana sarılıyor**
Evden fırlayıp çıkıyor ve ne yapayım deyip sürekli ağlıyor
Bakkal ona üzülüyor ve her akşam onu hatırlıyor
Manav oradan geçiyormuş gibi yapıp onu teselli ediyor
Eleni, kader böyleymiş şen dul kalasın (diye yazılmış)
Bunu duyan berber, zevkle koşuyor
“Gel buraya Elenicim sana ilacı göstereyim” (diyor)
Ha beri alan kasap, ona bir koyun yolluyor
“Ispanakla yap, akşama geleceğim” (diyor)
|