| Ποιος άνεμος ξενύχτησε στα χέρια σου
και ζήλεψε την αύρα και την τρέλα σου
το πείσμα σου στους ώμους του φορτώθηκε
κι ήρθε μες στο κορμί μου και καρφώθηκε.
Ψυχή μου αλλοπαρμένη κι απροστάτευτη
σε μια θηλιά δεμένη, χρόνια αγιάτρευτη
πού βρήκες τόσο θάρρος να πορεύεσαι
κι ό,τι ποτέ δε θα`ρθει ονειρεύεσαι.
Κράτα με, κράτα με, μακρύς ανήφορος
μες στην αγάπη σου μικρός κι ανήμπορος.
Ποιο σύννεφο να ζήλεψε τη μπόρα σου
το γκρίζο των ματιών σου και τη φόρα σου
κι απρόσκλητο τις νύχτες μ`επισκέπτεται
χωρίς ποτέ τον πόνο μου να σκέφτεται.
| | Quale vento ha pernottato fra le tue braccia
e ha invidiato la tua aura e la tua pazzia
si è caricato sulle spalle la tua testardaggine
ed è entrato nel mio corpo e ci si è fissato.
Anima mia perduta e indifesa
legata a un filo, da anni ormai inguaribile
dove trovasti il coraggio di andare avanti
sognando quel che mai avverrà.
Stringimi, stringimi, lunga salita
nel tuo amore, piccolo e debole.
Quale nuvola avrà invidiato la tua tempesta
il grigio dei tuoi occhi e il tuo slancio
e di notte, non invitata, viene a trovarmi
senza mai pensare al mio dolore.
|