| Η Βαρβάρα κάθε βράδυ στη Γλυφάδα ξενυχτάει
και ψαρεύει τα λαβράκια, κεφαλόπουλα, μαυράκια
Το καλάμι της στο χέρι, κι όλη νύχτα στο καρτέρι
περιμένει να τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει
Ένας κέφαλος βαρβάτος, όμορφος και κοτσονάτος
της Βαρβάρας το τσιμπάει, το καλάμι της κουνάει
Μα η Βαρβάρα δεν τα χάνει τον αγκίστρωσε τον πιάνει
τον κρατά στα δυο της χέρια και λιγώνεται στα γέλια
Κοίταξε μωρή Βαρβάρα, μη σου μείνει η λαχτάρα
τέτοιος κέφαλος με νύχι, δύσκολα να σου πετύχει
Βρε Βαρβάρα μη γλιστρήσει και στη θάλασσα βουτήξει
βάστα τον απ’ το κεφάλι μη σου φύγει πίσω πάλι
Στο καλάθι της τον βάζει κι από την χαρά φωνάζει
έχω τέχνη έχω χάρη ν’ αγκιστρώνω κάθε ψάρι
Για ένα κέφαλο θρεμμένο όλη νύχτα περιμένω
που θα `ρθεί να μου τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει
| | Varvara her gece Glifada’da* sabahlıyor
Ve levrek, dubar, kefal tutuyor
Kamışı elinde bütün gece pusuda
Bekliyor biri (yemi) kapsın da kamışı titresin
Heybetli yakışıklı genç bir kefal
Varvara’nınkini (yemini) ısırıyor, kamışı titriyor
Ama Varvara kendini kaybetmiyor, kancayı takıp onu yakalıyor
Onu iki eliyle birden tutup kahkahalara boğuluyor
Hey şapşal Varvara, içinde kalmasın
Böyle dişli kefal, kırk yılda bir denk gelir
La Varvara aman kayıp denize düşmesin
Tut kafasından ki yine kaçıp gitmesin
Sepetine koyuyor, mutluluktan bağırıyor
Her balığı tutabilecek yeteneğim, zarafetim var
Bütün gece bekliyorum besili bir kefal gelsin
Yemi yutup kamışımı titresin diye
|