| Στου δειλινού την άκρη αποκοιμήθηκα
σαν ξένος, σαν ξενάκι, σαν πάντα ξένος
κι ήρθε και κατακάθησε πάνω μου σαν σεντόνι
όλη της γης η σκόνη,
όλη της γης η σκόνη...
Ωωωω...
Ήρθε με τη σειρά της κι η μαύρη θάλασσα
έφερε ένα καράβι ακυβέρνητο
ανέβηκα σαν άνεμος, ανέβηκα σαν κλέφτης
το ψέμα δεν το βλέπεις,
το ψέμα δεν το βλέπεις...
Ωωωω...
Στην πλώρη ακουμπισμένος, ένας διάφανος
τα κόκκαλα μετράει, μένει άφωνος
τρώει την πέτρα σαν ψωμί, ο Καίσαρας Βαλιέχο
άλλο αδερφό δεν έχω,
άλλο αδερφό δεν έχω...
Ωωωω...
Σπιθίζει το τσιγάρο σε κάθε ρουφηξιά
η Ισπανία γέρνει, κι η μόνη που νικά
η ηδονή που μας γεννά, που παίζει το χαρτί μας,
χωρίς τη θέλησή μας,
χωρίς τη θέλησή μας...
Ωωωω....
Στου δειλινού την άκρη, δε βλέπεις όνειρα
αυτά που γίναν βλέπεις και τα επόμενα
βλέπεις τον άνθρωπο μικρό, που τον πατάν στ’ αλήθεια
τα πόδια του τα ίδια,
τα πόδια του τα ίδια...
Ωωωω...
| | Au terme du crépuscule je me suis endormi
Comme un étranger, un petit étranger, pour toujours étranger
Puis est venue et s’est répandue au-dessus de moi comme un drap
La poussière de toute la terre
La poussière de toute la terre
Ohhhh
A son tour est arrivée la mer sombre
Apportant un navire à la dérive
Je suis monté comme le vent, je suis monté comme un voleur
Tu ne vois pas le mensonge
Tu ne vois pas le mensonge
Ohhhh…
Adossé à la proue, un être diaphane
Il compte les os, il demeure sans voix
Il mange la pierre comme du pain, César Vallejo
Je n’ai pas d’autre frère
Je n’ai pas d’autre frère
Ohhhh…
La cigarette étincelle à chaque bouffée
L’Espagne s’incline et le seul qui gagne
Est le plaisir qui nous fait naître, qui joue notre destin
Sans que nous le voulions
Sans que nous le voulions
Ohhhh….
Au terme du crépuscule, tu ne vois pas de rêves
Tu vois ce qui est arrivé, ce qui arrivera
Tu vois l’homme dans sa petitesse, qui en vérité se fait piétiner
Par ses propres pieds
Par ses propres pieds
Ohhhh..
|