| Αυτές οι ρεματιές κι αυτά τα βράχια
κι αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό
αυτές οι μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους
κι αυτά τα κύματα που φεύγουν και ξαναγυρνούν
αυτά τα πεύκα με τα χαραγμένα λόγια
κι ο Κωνσταντίνος, ο καημός που πέταξε σαν το πουλί
κι εκείνα που δεν πρόφτασαν οι κήρυκες,
παρά μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι,
Ω! πολιτεία με το βράδιασμα κοντά στους ταρσανάδες
στην αγορά, στον καφενέ και στο ποδόσφαιρο
είσαι η Πρέβεζα, τα Γιάννενα και το Κιλκίς,
το Μεσολόγγι, ο Πόντος κι η Ερμούπολις
Ω! πολιτεία του αμανέ στα τουρκοχώρια
μ’ αυτές τις ρεματιές κι αυτά τα βράχια
μ’ αυτά τα σπίτια δίπλα στο γιαλό
μ’ αυτές τις μάνες με το κάρβουνο στα μάτια τους
θα `ρθει ο καιρός που θα φανούν οι κήρυκες
κι όχι μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι.
| | Ces ravines et ces rochers
Ces maisons près du rivage
Ces mères aux yeux noirs comme du charbon
Ces vagues qui vont et viennent
Ces pins avec des mots gravés
Constantin, le chagrin qui volait comme un oiseau
Et ceux que n’atteignirent pas les prêcheurs
Mais seulement les menteurs et les mouchards.
Oh ! Une cité, le soir tombant, près des chantiers navals
Sur la place, au café et au foot
Tu es Préveza, Ioannina, Kilkis,
Messolonghi, Le Pont, Ermopoulis
Oh ! cité de l'aman dans les villages turcs
Avec ces ravines et ces rochers
Avec ces maisons près du rivage
Avec ces mères aux yeux noirs comme du charbon
Le temps viendra où les prêcheurs apparaîtront
Et pas seulement les menteurs et les mouchards.
|