| Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δε θα με περιμένει
οι δρόμοι θα `ναι αδειανοί κι η πολιτεία μου πιο ξένη
τα καφενεία όλα κλειστά κι οι φίλοι μου ξενιτεμένοι
αέρας θα με παρασέρνει κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή
Κι ο ήλιος θ’ αποκοιμηθεί μες στα ερείπια της Ολύνθου
θα μοιάζουν πράγματα του μύθου κι οι φίλοι μου και οι εχθροί
μαρμαρωμένοι θα σταθούν οι ρήτορες κι οι λωποδύτες
ζητιάνοι εταίρες και προφήτες μαρμαρωμένοι θα σταθούν
Μπροστά στην πύλη θα σταθώ με τις κουβέρτες στη μασχάλη
κι αργοκουνώντας το κεφάλι θα χαιρετήσω το φρουρό
χωρίς βουλή χωρίς Θεό σαν βασιλιάς σ’ αρχαίο δράμα
θα πω τη λέξη και το γράμμα μπροστά στην πύλη θα σταθώ
| | Quand bien même je sortirais de cette prison, personne ne m'attendra
les rues seront vides et ma cité plus étrangère
les cafés tous fermés et mes amis exilés
le vent m'emportera quand bien même je sortirais de cette prison.
Et le soleil s'endormira sur les ruines d'Olynthe
ils ressembleront à des éléments du mythe, mes amis et ennemis
ils resteront de marbre, les orateurs et les tire-laine
mendiants, hétaïres et prophètes, ils resteront de marbre.
Devant la porte je me tiendrai, avec les couvertures sous le bras
et en hochant la tête je saluerai le garde
sans volonté, sans Dieu, comme le roi d'un drame antique
je dirai le mot et la lettre, devant la porte je me tiendrai.
|