 | Εκείνη που είναι λησμονημένη,
εκείνη που ήρθε περαστικά
κ έφυγε αγνώριστη κ έφυγε ξένη,
τόσο θλιμμένη καρτερικά,
είχε στο βλέμμα κλείσει ένα αστέρι
που όλο ζητούσε τον ουρανό,
που σαν τον έρημο ήταν φανό
μέσα σε νύχτα και σ άγρια μέρη.
Αγρίων ανέμων μάχη τιτάνια,
η μαύρη θύελλα, η τρικυμία
και στου μετώπου της η ηρεμία
την ασημένια την επιφάνεια!
Στ’ ωραίο στόμα η γραμμή γυρνούσε
σαν ένα φίλημα ερωτικό,
μα της σιωπής του δεν ξεπερνούσε
το πικραμένο το μυστικό.
Ανάμεσά μας στάθη θλιμμένη.
Κάτι ζητούσε, ποιος ξέρει τι;
Πώς ήρθε; Κι είναι λησμονημένη;
Τι να ζητούσεν η ξένη αυτή;
|  | Sie die jetzt vergessen ist,
sie die nur vorüber ging
und unerkannt und fremd verschwand,
so betrübt und geduldig,
sie hatte in ihrem Blick einen Stern
der dauernd nach dem Himmel suchte,
der wie der Einsame ein Leuchtturm war
in der Nacht an unwegsamen Orten
Stürmischer Winde Titanenschlacht,
der schwarze Sturm, das Unwetter
und an ihrer Front die Ruhe
die silberne Oberfläche!
Am schönen Munde hielt sie an
wie ein liebevoller Kuss
doch den seines Schweigens
das bitt're Geheimnis nicht durchdrang
Zwischen uns stand sie betrübt
sie suchte etwas, wer weiß was?
Wie kam sie? Und ist sie vergessen?
Was mochte diese Fremde gesucht haben?
|