|
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Αμελοποίητα
Μ’ ένα κλαδάκι ουρανού ανάμεσα στα δόντια του (δώρο της νύφης της Φραγκογιαννούς, μόνο και μόνο γιατί πέρασε απ’ την πόρτα της), Και το κεφάλι σκυμμένο, Σα να ’ταν πάνω σε άλογο, Και να ’χε πάρει, λέει, τους δρόμους, Καθώς που βγαίνουν κάποτε στις πόρτες κι η ζητιανιά χαράζει τον αρμυρό σταυρό στα χέρια τ’ απλωμένα, Του λοιμικού καιρού τους δρόμους, Εκεί που οι άνθρωποι δε χωρατεύουν με στιχάκια παρά μονάχα θέλουν θαύματα– και θαύματα χειροπιαστά.
Τι να τα κάνουν τα βιβλία και το λόγια; Και τα μηνύματα του έξω κόσμου, ο Παλαμάς τα διαβάζει όρθιος στα βιβλιοπωλεία.
Τι να σου δώσει ο «Πυγμαλίων» κι ο «Αλφρέδος»
δεκαεννιά χρονώ και μόνος μες στον Πειραιά
–με τ’ άδικο και τον μπαλτά της επαρχίας το παιδί–
τα έκπληκτα μάτια του ανακαλύπτουν το κορμί του
τώρα που η κάμαρα είναι δική του
τώρα που η σάρκα του είναι δική του
κι ας μην το γράφει πουθενά, κι ας μην το λέει,
το μαστιγώνει, το σκοτώνει το κορμί του∙
βρίσκει μονάχα να μας πει πως εντός του ατμοπλοίου
δεν ημπόρεσε να γλιτώσει τον ναύλον
(πρώτη κατάθεση στο Δικαστήριο του Πατέρα του)
και άνω κάτω τρέχει, λέει,
ως να επρόκειτο να καταμετρήσει τους δρόμους
της μεγάλης Αθήνας και να χορτάσει κονιορτόν, Και
φυσικά, κι αυτό γραμμένο εν άκρᾳ βίᾳ.
Και πόνος ανεκλάλητος, τριάντα χρόνια ύστερα, θα γράψει,
το παρελθόν του θα το βλέπει με τα ίδια του τα μάτια.
Το είδε ως μαύρο φάντασμα.
Τι παρελθόν και τι κορμί – το ίδιο κάνει.
Μ’ ένα κλαδάκι ουρανού, το λοιπόν, και σα να περνούσε τον σκοτεινό καιρό ψηλαφώντας, Και Κάποιος Κάποιος τον πλησίασε, καθώς τα ιστορούνε κλαίγοντας καμιά φορά οι γριές πώς τις πλησίασε η Παναγία, Και τα μπαλωμένα τα ρούχα του λάμπανε στο στερέωμα, Και σαν Άγγελος ήτανε μες στα οράματά του και ήτανε, λέει, ζητιάνος, Κι ο άλλος σκύβει να του χαϊδέψει το κεφάλι,
αλλά ο καιρός είναι λίγος και στενός και λειψός
κι η Ουρανία χαμένη, ξεχασμένη, σκορπισμένη, ψίχουλο μουσικής και νύχτα νύχτα, μαζί κι ο αδελφός του ο Γεώργης, και σαν το ζέον που εκοκκίνησε την γην, Κι ο καβαλάρης κατεβαίνει από τ’ άλογο, Και του δένει τις πληγές, Και του προσφέρει κρασί, Και τον ξαπλώνει στην αμμουδιά, Και τον ρωτάει τα νέα του κόσμου, Κι εκείνος πάλι παίρνει το κερί, Και πάλι τρέχει στις ερημιές, Κι ας τον ζητάει ο άλλος κι ας τον φωνάζει ο άλλος, Στις ερημιές, θυμάται, του Άδη που κατοίκησε, Και ξέρει πως ένας άλλος κιόλας, παρόμοια κάπου αλλού θα σκύβει από τ’ άλογό του,
Αφού μόνο οι άλλοι πάντα και πάντα έτσι κάνουν.
Κι έτσι ακούγονται οι Ώρες της καρδιάς του.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 711 Σχόλια: 0 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|