Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131905 Τραγούδια, 269726 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Η αλχημεία του λόγου      
 
Στίχοι:  
Αρθούρος Ρεμπώ
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Και τώρα η σειρά μου. Η εξιστόρηση μιας τρέλας μου.
Για πολύ καρό καυχήθηκα πως κάθε πιθανού τόπου ήμουν ο κυρίαρχος και ως γελοιότητες χαρακτήριζα τις διασημότητες της σύγχρονης ζωγραφικής και ποιήσεως.
Αυτά που μ’ άρεσαν ήταν: τα παράλογα έργα ζωγραφικής, τα διακοσμητικά στις εξώπορτες, τα σκηνικά, οι μεταμφιέσεις περιπλανώμενων θιάσων, τα διαφημιστικά φυλλάδια, οι λαϊκοί διάκοσμοι, η ντεμοντέ λογοτεχνία, τα Λατινικά της εκκλησίας, τα ανορθόγραφα ερωτικά βιβλία, οι νουβέλες της γιαγιάς, τα παραμύθια, τα παιδικά βιβλιαράκια, οι παλαιές όπερες, τ’ ανόητα ρεφρέν και οι αφελείς ομοιοκατάληκτοι ρυθμοί.
Ονειρεύτηκα σταυροφορίες, εξερευνητικά ταξίδια που κανείς δεν είχε υπόψη του, ανιστόρητες δημοκρατίες, καταπνιγμένους θρησκευτικούς πολέμους, επαναστάσεις των ηθών, μετακινήσεις φυλών και ηπείρων Πίστευα σ’ όλα τα μάγια.
Εφηύρα των φωνηέντων το χρωματολόγιο! Το Άλφα για το μαύρο, το Έψιλον για το λευκό, το Ιώτα για το κόκκινο, το Όμικρον για το κυανό, το Ύ(U)ψιλον για το πράσινο. Οριοθέτησα τη μορφή και την κίνηση κάθε συμφώνου, και, με ενστικτώδεις ρυθμούς, κολακεύτηκα με την ανακάλυψη μιας ποιητικής γλώσσας, που σήμερα ή αύριο, όλοι θ’ αναγνώριζαν. Και κράτησα για μένα τη μετάφραση της.
Αρχικά ήταν κάτι σαν έρευνα. Έγραψα για σιωπές, για νύχτες, έδωσα λέξεις στ’ απερίγραπτο, σταμάτησα την περιδίνηση.
Πολύ πιο μακριά κι απ’ τα πουλιά, τις αγέλες και τις χωριατοπούλες
Τι να’ πια άραγε, στα ρείκια που γονάτισα
με ιτιές άγουρες τριγυρισμένος
καταμεσής μιας πράσινης και χλιαρής απογευματινής ομίχλης;

Τι θα μπορούσα να ρουφήξω απ’ το νεαρό πουλί
-Φτελιές δίχως φωνή, λιβάδια δίχως άνθους, συννεφιασμένος ουρανός!
Να μεθύσω με τούτες τις κιτρινισμένες κολοκύθες,
μακριά απ’ την καλύβα Αγάπη μου;
Λίγο χρυσό πιοτό σε κάνει να ιδρώνεις.
Ως πανδοχείου έμοιαζα φτηνό σημάδι
-Το βράδυ, μια θύελλα δάγκασε τον ουρανό.
Οι χυμοί των δένδρων στέγνωσαν σε αμμουδιές παρθένες,
και ο αέρας του Θεού πάγωσε τις λίμνες
Κλαίγοντας, αντίκρισα το χρυσό,
– να το γευτώ όμως αδύνατο.

***

Τέσσερις, ξημερώνοντας καλοκαίρι,
κι η απουσία της αγάπης παρατείνεται.
Κάτω από θάμνους αναθυμιάζει
τ’ άρωμα γιορτινής νυχτός.

Εκεί πέρα, στη θεόρατη ξυλαποθήκη
Με τον ήλιο των Εσπερίδων,
Ξεμπράτσωτοι πιάνουν δουλειά οι ξυλοκόποι.

Και στις βαλτώδεις έρημους τους, ήσυχα,
ανεκτίμητης αξίας φατνώματα κατασκευάζουν
όπου η πόλη ουρανούς ψεύτικους θα ζωγραφίσει.

Ω τούτοι οι εργάτες,
θελκτικοί Σκλάβοι Βαβυλώνιου Βασιλέα,
Αφροδίτη! Άσε για μια στιγμή τους εραστές
που’ χουν ψυχές στεφανωμένες.

Βασίλισσα των ποιμένων με τ’ ακριβότερο ποτό
ξεδίψασε τους γρήγορα,
που τώρα αναπαύονται
καρτερώντας να βουτηχτούν στη θάλασσα καταμεσήμερο.

Το παλιομοδίτικο στιλ ποίησης έπαιξε πάντα έναν σημαντικό ρόλο στην αλχημεία του λόγου μου.
Εθίστηκα στις στοιχειώδεις παραισθήσεις: Θα μπορούσα ξεκάθαρα να διακρίνω ένα μουσουλμανικό τέμενος αντί ενός εργοστασίου, μία ορδή αγγέλων τυμπανιστών, άμαξες με άλογα στα μονοπάτια τ’ ουρανού, ένα ατελιέ στο βυθό μιας λίμνης σημεία και τέρατα. Ο τίτλος μίας επιθεώρησης με γέμισε δε δέος.
Και έτσι εξήγησα τις μαγικές σοφιστείες μου μεταγράφοντας τις λέξεις σε οράματα!
Τελικά, άρχισα να θεωρώ την αναταραχή του μυαλού μου ως ιερό πράγμα. Αδρανούσα χτυπημένος από ένα τυραννικό πυρετό: Φθόνησα την ευδαιμονία των ζωων – κάμπιες, οι οποίες απεικονίζουν την αθωότητα της αγέννητης ψυχής, τυφλοπόντικες, ο λήθαργος της παρθενίας!
Ξίνισα. Αποχαιρέτησα τον κόσμο με σχεδιάσματα σα μπαλάντες.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 359
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 21-04-2019


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο