Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132208 Τραγούδια, 269863 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Κτίσμα      
 
Στίχοι:  
Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Φθινόπωρο, αρχή αρχή, τις μέρες που οι βροχές εξελίσσονται
σε ξαφνικές καταιγίδες, η αδελφή μου Θεοδώρα
φέρνει συνήθως στον κόσμο το καινούριο παιδί της. Η
αδελφή μου είναι γερή και ωραία κι οι δυνατές βροχές την
καρπίζουν αντί να πνίγουν τις μυριάδες των σπόρων, τα
πλήθη των ριζών και των βολβών της. Αυτή η εξαιρετική
ωραιότητα μεγαλώνει τη νύχτα της γέννας, όταν το αίμα
της, γεμάτο, ξεκινά τη χαρωπή τελετή. Με το πρόσωπο
κολλημένο στο τζάμι η Θεοδώρα βλέπει ώρες και ώρες το
νερό να κατεβαίνει κρουνηδόν. Πράγματα απέξω ελάχιστα
διακρίνει, λίγο το δρόμο, τις κατοικίες κάπως, όσες ακόμη
διατηρούν το φώς. Ορυμαγδός από σύννεφα πού
συγκρούονται την κρατάει σε πλούσια ταραχή. Θυμάται… Το
φθινόπωρο στην πόλη μας έχει την ορμή του θέρους στο
χωριό της. Όπως εδώ η βροχή, εκεί το φώς ξεσπά σε
δέσμες πλατιές, ανάμεσα από ελιές και κυπαρίσσια κι οι
κότες φτερακίζουν μακριά του ξαφνιασμένες. Μπαίνει ο
λίβας από τα ρουθούνια, τα τζιτζίκια σταματούν τα μεσάνυχτα
και κλαίνε τα σκυλιά από τη δίψα. Η ρίζα της ελιάς
τρελαίνεται, χτυπά σε λίγες ώρες φλέβα κι όταν τα
ξημερώματα, φυσάει – φρύγανα και σιγοκαμένα κλαράκια – οι
ετοιμόγεννες που έχουνε κακονυχτήσει ξυπνούν με μάτια
υγρά, στεφανωτά και καλόκαρδα, μάτια σκυλιού που
κλαίει από δίψα. Μα ούτε το θέρος έπληξε ποτέ τη
Θεοδώρα. Δροσιά που έρχεται ολόισια από τους αστραφτερούς
της ώμους, της ανεβάζει ως τ’ όμορφο πρόσωπο
υγρήν αχλή από τελειωμένα χάδια, που την κρατούνε
δροσερή και ωραία. Όταν ο ήλιος καίει το χόρτο, γι’ αυτήν
γλυκαίνει τα σταφύλια, που τα κρουστά και ζουμερά
τσαμπιά των αρμέγουν δίχως χορτασμό από το κούρβουλο
όλα τα υλικά της ζωής των. Μα το κούρβουλο και χωρίς το
τσαμπί του, μες’ από κάμποσα κρυφά δαχτυλίδια δουλεύει
ώστε να σαλεύουν ολόγερες οι ζωντανές, γαλακτερές κλωστές
του. Έτσι, όταν πιάνει παιδί η Θεοδώρα, κάθεται το
μεσημεράκι στην αυλή της, το φώς της κάνει διάφανη την
κοιλιά της και το παιδί, καλά βολεμένο, χουζουρεύει στην
ξαφνική ζεστασιά ρουφώντας απ’ τον ομφαλό τις τροφές
της μάνας και τινάζοντας πότε πότε το πόδι του από
χτυποκάρδι περαστικό. Παχύς και μαλακός νότιος άνεμος
φουσκώνει τη σιωπή της αγροικίας και τρυπώνουνε τα
ζούδια ζαλισμένα κάτω από τ’ αναμμένα λιθαράκια. Σέρνουν
με τα ψιλούτσικα πόδια των σώσματα από λασπερή
δροσιά μες’ απ’ τα φύλλα και τότε παίρνουν να φουσκώνουν
τα στήθη της, να γίνονται κατάφυτα, να υψώνουν το
μοναδικό καμπαναριό των κι αφήνουν να κυλήσει απ’ τα
φυλλώματα θερμή οσμή της ερημίας. Πέφτει το κυπαρισσόμηλο
απ’ την κλάρα και φέρνει ξαφνικό χαμό στο μυρμήγκι
και τότε αρχίζουνε οι ρώγες της να στάζουν, σταυρώνει
τ’ αφράτα χέρια πάνω στην κοιλιά της κι η σιγανή
αναπνοή του μωρού της τυλίγει τα χωματερά βουνά σε
νεφελάκια: ακούει αμίλητη να περνούνε μες’ απ’ τα σωθικά
της κοιτάσματα νερού που σιγοθρέφουν βολβούς, χορτάρι
κι αφανέρωτες ρίζες. Ο τοκετός έρχεται τέλος με την
ορμή της βλάστησης: σύντομοι, δυνατοί σπασμοί και σε λίγο
κλαίει το παιδί ξαφνιασμένο ανάμεσα στα παχιά της
πόδια. Η Θεοδώρα απλώνει το χέρι, βρίσκει το φύλο του
μωρού με τη χούφτα και ήρεμα μας ψιθυρίζει: «άλλος
ένας…».




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 77
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 27-07-2021


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο