Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131547 Τραγούδια, 269637 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Χρυσόθεμις (απόσπασμα)      
 
Στίχοι:  
Γιάννης Ρίτσος
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Αργά το απόγευμα, χειμώνα – καλοκαίρι, στον κήπο, ή εδώ στο παρά¬θυρο, κάτω

απ’ την επίδραση του αποσπερίτη, ανέβαζα τ’ αριστερό μου χέρι

ν’ αγγίξω τα χείλη μου, αργά, προσεχτικά, αφηρημένα, γύρω – γύρω,

σα να ‘ταν να βοηθήσω στο σχηματισμό μιας άγνωστης λέξης ή σα να ‘ταν

να στείλω κάπου ένα φιλί αναβλημένο.

Κείνα τα χρόνια,

πολλές φορές, σεργιανώντας μονάχη στον κήπο, μου ‘χε τύχει

να ‘ρχεται αθόρυβα πίσω απ’ τη ράχη μου ή σελήνη, και ξάφνου

να μου σκεπάζει με τις δυο παλάμες της τα μάτια. «Ποιος είμαι;», ρω¬τούσε.

«Δεν ξέρω, δεν ξέρω», αποκρινόμουν για να με ξαναρωτήσει.



Εκείνη δε ρωτούσε πια. Χαλάρωνε τα δάχτυλα της. Έστρεφα πίσω.

Οι δυό μας, πρόσωπο με πρόσωπο. Το δροσερό μάγουλο της

πάνω στο μάγουλο μου- κι όλο το χαμόγελο της — της το άρπαζα κ’ έ¬τρεχα

με κυνηγούσε ολόγυρα στο σιντριβάνι.

Κάποια νύχτα

μ’ έπιασε επ’ αυτοφώρω ή μητέρα: ((Με ποιόν κουβεντιάζεις;».

«Κυνηγούσα τη γάτα μη φάει τα χρυσόψαρα», αποκρίθηκα. «Ανόητη»,

είπε ή μητέρα ((δέν εννοείς να μεγαλώσεις». Κείνη τη στιγμή,

όντως ή γάτα τρίφτηκε στα πόδια μου. Ένα μεγάλο χρυσόψαρο

τινάχτηκε έξω από το σιντριβάνι. Τό άρπαξε ή γάτα

και κρύφτηκε μες στις τριανταφυλλιές. Φώναξα. Την κυνήγησα —

(τρόμαξα μη μου φάει τόνα χέρι της σελήνης)- κ’ ή μητέρα με πίστεψε.



“Έτσι γίνεται πάντοτε. Δεν ξέρουμε πια πώς να φερθούμε,

πώς να μιλήσουμε, σε ποιόν, και τί να πούμε. Μένουμε μόνοι

με αφανείς δυσκολίες, σε αφανείς πολέμους, χωρίς νίκη ούτε ήττα,

με πλήθος αφανείς εχθρούς ή, μάλλον, εχθρότητες. Ωστόσο

και με πολλούς συμμάχους — αφανείς κι αυτούς — καθώς ή σελήνη

του παλιού κήπου, καθώς τ6 χρυσόψαρο ή ακόμη κ’ ή γάτα.



Μιαν άλλη νύχτα, (έκανε ζέστη αφόρητη μες στην τραπεζαρία —

καλοκαίρι

ολάνοιχτα παράθυρα τραβηγμένες κουρτίνες), ή μητέρα

φαινόταν οργισμένη, το ίδιο κι ό πατέρας, κ’ ή μεγάλη αδελφή

μου μιλούσαν δυνατά — μεγάλωνε το στόμα τους γεμάτο σκοτάδι πότε -πότε

φωτίζονταν απ’ τις λυχνίες ή γλώσσα τους σα να πασκίζαν

να καταπιούν μιά γουλιά φως δεν τα κατάφερναν πνίγονταν

έπνιγε ό ένας τον άλλον. Τούς κοιτούσα. Δεν ξεχώριζα λόγια.



Κείνη την ώρα μπήκε απ’ το παράθυρο μιά νυχτερίδα

κουβαλώντας μαζί της λίγα αστέρια, ένα κομμάτι βελούδινη νύχτα,

δυό φύλλα μουριάς, (ναι, μουριάς), το ελάχιστο βέλασμα

ενός μικρού προβάτου πλάι στο ποτάμι, την ώρα πού το άστρο

των ποιμένων

τρέμει μες στο νερό τόσο φιλέρημο, τόσο συγκινημένο

πού τα σπουργίτια αναστενάζουν στον ύπνο τους, γυρνώντας

άπ’ τ’ άλλο τους πλευρό, και τα πρόβατα υπόσχονται στο θεό τους

να γίνουν ακόμη πιο καλά. Μεμιάς οι μεγάλοι σώπασαν.



Μπορεί και ν’ αφουγκράστηκαν κείνο τό βέλασμα. Μπορεί να φοβήθη¬καν

το μακρινό, το ωραίο, το άγνωστο. Ωστόσο το ακούσανε. Τότε, ή μη¬τέρα

άρπαξε μιά πετσέτα απ’ το τραπέζι και κυνήγησε τη νυχτερίδα

παρά λίγο να σβήσουν κ’ οι λυχνίες.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 200
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 23-09-2021


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο