Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132073 Τραγούδια, 269792 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Όταν έρχεται ο ξένος (αποσπάσματα)      
 
Στίχοι:  
Γιάννης Ρίτσος
Μουσική:  
Αμελοποίητα


ην ώρα που μέναμε κλεισμένοι στη μεγάλη κάμαρα με τους σκεπασμέ- νους καθρέφτες, ήρθε Εκείνος, ακάλεστος, ξένος – τι ζητούσε; Εμείς δε θέλαμε να δούμε, ν’ ακούσουμε, να τον αναγνωρίσουμε. Το σκονισμένο του ρούχο ελεητικό – δε ζητούσαμε εμείς ευσπλαχνία – τα λιωμένα παπούτσια του απαιτούσαν συμπάθεια, – δεν είχαμε εμείς να δώσουμε τίποτα – ξένος, ακάλεστος, αμέτοχος στη λύπη μας, ήρθε να λυπηθεί εμάς, πίσω απ’ τα σκονισμένα γένεια του τρεμόφεγγαν τ’ αστέρια του χαμόγελου μ’ αυτή την αυταρέσκεια της επιείκειας, με τη συγκατάνευση της αρχαίας δοκιμασίας του, σα ναλέγε: “Κι αυτό θα περάσει”, όπως οι κεντημένες μπάντες στους τοίχους των παλιών σπιτιών σμίγοντας μια νοικοκυρίστικη σοφία με πολλά παράταιρα μεταξωτά λουλούδια τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα, πανσέδες (όχι μενεξέδες) κ’ οι κορδέλες ολόγυρα οι κεντημένες κίτρινες. Τι ήθελε;

Κι αν έχουμε δε θέλουμε να δώσουμε τίποτα. Ας μας αφήσουν επιτέλους στο σεπτό σεβάσμιο πένθος μας, στο θάνατό μας, στην περιφάνεια μας να μη δειλιάζουμε μπροστά στις σκιές των πρα- γμάτων, να μας αφήσουν να εξαντλήσουμε τη στάση της γονυκλησίας μας, ακούγοντας παρήγορο τον ξυλοφάγο στις γωνιές της σιωπής. Να φύγει είπαμε, ξένος, ακάλεστος, ύπουλος, – υποκρινόταν το φτωχό για να πιστέψουμε στον πλούτο μας, να μη μας ταπεινώσει, να μας δωροδοκήσει με την ορφάνεια του, με την αχάμνια του (έδειχνε κιόλας τα γυμνά πλευρά του, το φαρδύ του στέρνο) για ν’ αποσπάσει από μας ένα χαμόγελο πάλι, μια νέα μαρτυρία ζωής. …………………………………………………………………….

Έξω απ’ το παράθυρο φωτίζονταν ο αντικρινός τοίχος κάτασπρος με το διαγώνιο ήλιο, τραβούσε το βλέμμα, τραβούσε την ακοή, δεν ακούγαμε το ίδιο μας το κλάμα. Εκείνα που χάσαμε και χάνουμε, έλεγε, εκείνα που έρχονται, προπάντων εκείνα που φτιάχνουμε, είναι δικά μας, μπορούμε να τα δώσουμε, – έτσι έλεγε – ακάλεστος, ξένος, απαράδεχτος, κι είταν τα λόγια του σα μια σειρά σταμνιά σε νησιώτικα παράθυρα γερά, καλόκαρδα σταμνιά, ιδρωμένα, θυμίζοντας το δροσερό νερό σε νεανικά στόματα κι ας αρνιόμαστε το νερό και τη δίψα μας – θυμίζανε, ή τις γλάστρες με τα βασιλικά, τα γεράνια, την αρμπαρόριζα, την ώρα που βραδιάζει και γυρίζουν τα ζώα απ’ τη βοσκή κι ο χρόνος είναι μαλακός κι απέραντος, διακεκομμένος μόνο απ’ τα κου- δούνια των προβάτων -διάφορα μέταλλα, διάφοροι ήχοι, διάφορη απόσταση, πιστοποιώντας την απεραντοσύνη σε κάθε κατεύθυνση μπροστά ή πίσω, απ’ τονα ή τ’ άλλο πλάι, πάνω ή κάτω.

Η στιγμή δεν ήταν πια ένα κλείσιμο μα το κέντρο μιας έκτασης μ’ άπειρη περιφέρεια πέρα απ’ τα βουνά και τον ορίζοντα, πίσω απ’ το χτες και το αύριο, πέρα απ’ το χρόνο, σ’ όλο το χρόνο τον πεθαμένο και τον αγέννητο, πάνω απ’ τον καπνό των βραδινών καπνοδόχων που μοσκοβολούσε ταπεινότητα, καρτερία, μετριοπάθεια, πέρα, πάνω απ’ τους λύχνους που ανάβαν πριν απ’ τ’ άστρα, πάνω απ’ τ’ άστρα πού άναβαν πριν απ’ την προσοχή μας και τη γνώση μας –

Ευτυχισμένα τ’ άστρα, πράα, ευοίωνα, δίχως καθόλου προαίσθημα θανάτου, δίχως καθόλου θάνατο. …………………………………………………………………….

Όλα δικά μας, – είπε ο Ξένος. Όλα του κόσμου τούτου – και τους νεκρούς μας τους κουβαλάμε μέσα μας χωρίς ο χώρος να στενεύει, χωρίς να βαραίνουμε – συνεχίζουμε τη ζωή τους απ’ τις βαθιές στοές και τις έρημες ρίζες, τη δική τους ζωή, τη δική μας ακέρια μες στον ήλιο. Τότε ακριβώς είναι που γίνεται μια μεγάλη ησυχία, μια μεγάλη διφάνεια, διακρίνονται πέρα τα γαλανά νησιά και τα νησίδια που ποτέ ως τότε δε φάνηκαν κι ακούγεται ευδιάκριτα η χορωδία των μικρών κοριτσιών απ’ την αντί- πέρα όχθη των μικρών κοριτσιών που φύγανε νωρίς, αφήνοντας μισοτελειωμένη την πρώτη τους συνομιλία με μια μαργαρίτα.

Σας έλεγα, λοιπόν, πως δεν υπάρχει ο θάνατος, – τελείωσε ο Ξένος ήμερα, απλά, τόσο που εμείς χαμογελάσαμε χωρίς δισταγμό, δε φοβηθήκαμε τους σκεπασμένους καθρέφτες. Ενας τρίγωνος ήλιος στον απέναντι τοίχο είχε επιμηκυνθεί, φωτιζόταν ολόκληρο το βορινό δωμάτιο από μια μόνιμη αντανάκλαση. Μας πήρε το άρωμα από βουνά καρπών που ξεφόρτωναν στα μανάβικα. Ακούσαμε τους χτύπους στο γειτονικό σιδεράδικο και τα τραμ που έστριβαν δίπλα στα κρεοπωλεία.

Είχαμε την ισόρροπη αίσθηση μιας αφάνταστης ειρηικής συγκομιδής από μεγάλες, τετράδιπλες, ζαχαρωμένες ντομάτες, τοποθετημένες με προσοχή και τάξη σε ορθογώνια καφάσια που μεταφέρονταν απ’ τις αγροτικές περιοχές ίσα στις αγορές των πόλεων και στα πολύ- βουα λιμάνια. Πελώρια αυτοκίνητα τρέχαν στους ηλιόλουστους δρόμους σα μυστικά, ολοπόρφυρα βουνά. Σηκωθήκαμε, ξεσκεπάσαμε τους καθρέφτες, κοιταχτήκαμε, κι ήμασταν νέοι πριν από χιλιάδες χρόνια, νέοι ύστερ’ από χιλιάδες χρόνια, γιατί ο χρόνος κι ο ήλιος έχουν την ίδια ηλικία – την ηλικία μας, κι αυτό το φως δεν ήτανε καθόλου αντικατοπτρισμός μα το δικό μας φως φιλτραρισμένο μέσα απ’ όλους τους θανάτους.

Κι αυτός ο Ξένος ήταν πιο δικός μας…………..




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 497
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 23-09-2021


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο