geordim 02-09-2016 02:04 | Μια προσπάθεια έμμετρης μετεγγραφής
ΤΟ ΣΚΑΤΟ
Όσο εύκολο το μέτρημα
του τραχανά στο πιάτο
Τόσο κι εγώ το χέσιμο
το ‘χα πανάθεμά το
Ο κώλος μου είχε πάντοτε
προβλήματα μεγάλα
Αφού έτρωγα ανελλιπώς
μόνο τυρί και γάλα
Μα μια γριά πονόψυχη
που είδε τι τραβούσα
Ρίχτηκε μες στο σπίτι μου
την ώρα που αγρυπνούσα
Παιδί μου, πες στη μάνα σου
το φούρνο της ν’ ανάψει
Και δυο λαχανόπιτες
το στόμα σου να χάψει
Μόνος να τις φχαριστηθείς,
απάνω τους σαν πέσεις
Και τα’ άλλο, γιε μου, το πρωί
σίγουρα θε να χέσεις
Κι όπως το είπε έγινε –
στον ίδρωτα μουσκίδι
Μπόρεσα κι έβγαλα σκατό
ίδιο μ’ ένα βαρίδι
Κι απ’ τη χαρά μου τρέχανε
μύξες και δάκρυα αντάμα
Κι ο παπάς χαρμόσυνα
χτυπούσε τη καμπάνα
Σαν τον αϊτό φτερούγιζα,
μα η βροχή καθόρι
Βρήκα κι αρραβωνιάστηκα
κάποια πλουσιοκόρη
Νιόπαντροι, κι ανεβήκαμε
σε γάιδαρο καβάλα
Για ένα ταξίδι μέλιτος
μακριά σε μέρη άλλα
Σε κάποιο που ‘χε θάλασσα
θέλησα να βουτήξω
Και ρίχτηκα με το βρακί
τον πάτο της ν’ αγγίξω
Καθώς κι οι άλλοι κούναγα
και χέρια και ποδάρια
Μα ξάφνου κάποιος μ’ ακουμπάει
με νόημα στα πλατάρια
Αφέντη μου να σε χαρώ,
για ιδέ το προσωπό μου
Γυρνώ και βλέπω ολόγυρα
να κλώθει το σκατό μου |
Μιρικόγκος 27-11-2012 11:09 | ::778.:: |
balistreri 02-09-2011 17:32 | καβάλ'σαμε ντισέρι |
pegi zina 06-05-2009 05:57 | εργάτες απο κοζάνη κ γιάννενα την χρησιμοποιούσαν για να μην τους καταλ'αβουν τα "αφεντικα"(κακή τους ώρα) |
χρηστος καραμανος 20-02-2009 08:27 | Όσα σπυριά 'χει ο πλαλτός
όπου χωράει στη γκούμπζα
τόσο στο μάτσεμα εύκολος
πέρασα δεν ακούμπ' σα.
::theos.:: ::theos.:: ::theos.:: |
ftx 01-01-2008 04:32 | ρε τι μαθαίνει κανείς... |
ZEFYROS007 29-09-2006 15:47 | Σημείωση: Οι περισσότερες λέξεις είναι παρμένες από την μαστόρικη διάλεκτο ή τα κοδαρίτικα. Στην οικογένεια του την γνωρίζουν αρκετά επειδή ένα προπάππος του ήταν μάστορας. Παρακατω πιθανές άγνωστες λέξεις με την ερμηνεία τους.
πλαλτός = τραχανάς
γκούμπζα = γαβάθα
μάτσεμα = χέσιμο (από το ματσεύω = χέζω)
πισπιλής = κώλος
γαβρί = τυρί
νταλαμάγκο = γάλα
γκρέτσω = γριά
πονιτ'κή = πονετική
τσιούλτσε = κατάλαβε (από το τσιουλίζω = καταλαβαίνω)
ξεχωθ΄κε = ήρθε (από το ξεχώνομαι = έρχομαι)
καλόγηρος = νύχτα
κούφιο = σπίτι
λαγός = αγόρι
τζιαμάλω = φωτιά
ζιούμπενα = πίτα μελαχρινή
ζιούμπενα = λαχανόπιτα
μανεύω = τρώω
γκντάμες = μύξες
κούρκουλας = παπάς
αγκίδα = νεαρά ύπαρξη
τσιάτσια = λεφτά
ντισέρι = γαϊδούρι
συντρόφι = βρακί
γυαλίζω = βλέπω, παρατηρώ
διγκράνια = χέρια
αγωγιάτες = πόδια
΄λόιρα = ολόγυρα
ματσιφτάρι = σκατό |
MAKHS KAURISMAKHS 30-01-2006 | Ενδεικτικα: ματσιφτάρι: το περίττωμα, ματσεύω: αφοδεύω, μανεύω: τρώω (η λεγόμενη μαστόρικη διάλεκτος) |
|