|
Στίχοι: Δημήτρης Μητσοτάκης
Μουσική: Δημήτρης Μητσοτάκης
Εδώ σ’ αυτή τη γειτονιά, μα και στην παραπάνω
ακόμα λένε οι παλιοί για το θεριό τον Μάνο.
Γεννήθηκε στον Πειραιά, σ’ ένα μικρό δυάρι
τα πόδια του ήτανε στη γη κι ο νους του στο φεγγάρι.
Πατέρα δεν εγνώρισε - ποιος να τον είχε σπείρει; -
κι αν ρώταγε τη μάνα του άναβε θυμιατήρι.
Από μικρός δεν γούσταρε τα γράμματα διόλου
μα είχε τέτοια δύναμη που ’μοιαζε του Διαβόλου.
Για δαίμονα τον έκανες μα ο Μάνος είχε μπέσα
δεν σήκωνε το άδικο, δεν άντεχε την πρέσα.
Φωτιά είχε στο βλέμμα του και στην καρδιά φουρνέλο
και γνώρισε τον έρωτα σ’ ένα παλιό μπουρδέλο.
Της Λίλας απ’ τα Τίρανα που ήταν τυραννισμένη
κι από του κάθε αρσενικού την κάψα ποτισμένη.
Στα δεκαπέντε έπιασε δουλειά παλιορημάδα
στο συνεργείο του Λωλού, πιο κάτω απ’ την Πηγάδα.
Ξεκίναγε απ’ το χάραμα, ώσπου να βγουν τ’ αστέρια.
Μια μέρα με τ’ αφεντικό πιαστήκανε στα χέρια.
Γιατί τον είπε μπάσταρδο ο μάστορας τον Μάνο
τον πήρανε αναίσθητο, σ’ ένα φορείο απάνω.
Τον κάλεσαν στο πεζικό, δυο χρόνια η θητεία
και πέντε μήνες φυλακή, δεν σήκωνε αστεία.
Καλός πολίτης κι άνεργος, τον τάιζε η μαμά του
τσοντάριζε και η Μυρτώ, η αρραβωνιαστικιά του.
Κι αφού η δουλειά δεν είν’ ντροπή, τον σύστησε μια Τούλα
για μπράβο σε σκυλάδικο κι άλλες δουλειές στη ζούλα.
Αρχίζει τότε η Μυρτώ να του ζητάει στεφάνι
σιγόνταρε κι η μάνα του: «πρέπει παιδί να κάνει».
Μια νύχτα, χιόνι έριχνε κι ας ήταν μέσα Μάρτη
για νταραβέρι μίλησαν τρεις τύποι απ’ τη Σπάρτη.
Τον στρίμωξαν τ’ αφεντικά δεν του ζητάνε χάρη
«αυτό κι αυτό», του είπανε, θα δώσει και θα πάρει.
Κι όπως η μέρα η καλή από νωρίς ροδίζει
έτσι κι η νύχτα η κακιά από μακριά μυρίζει.
Εδώ σ’ αυτή τη γειτονιά, μα και στην παραπάνω
ακόμα λένε οι παλιοί για το θεριό τον Μάνο.
Με μια βαλίτσα «καφετιά» κι ένα βαρύ πιστόλι
αποστολή τον έστειλαν με κάποιον Αποστόλη.
Στη μοίρα αυτός δεν πίστευε, ούτε κι εγώ που γράφω,
μα αν δεν ήταν τυχερός θα έμπαινε στον τάφο.
Αλισβερίσι πι και φι, του είπανε, θα κάνει
μα του την κάναν καρφωτή δυο λέρες, δυο ρουφιάνοι.
Τους κύκλωσαν από παντού, τραβάει αυτός πιστόλι
την έφαγε στο γόνατο μα η σφαίρα του σκοτώνει.
Στους μπάτσους δεν εμίλησε, αλλά του Αποστόλη
το στόμα όλα τα ξέρασε κι αυτό το ξέραν όλοι.
Τ’ αφεντικά τον φώναζαν ο Τόλης ο Χοντρός
τον Μάνο τον χαντάκωσε και έγινε λαγός.
Σαράντα μέρες πέρασαν. «Σαν ο καιρός γλυκάνει,
σιγά – σιγά το γόνατο», είπε ο γιατρός, «θα γιάνει».
Έξω ο Χοντρός μ’ αναστολή, τ’ αφεντικά στην Αφρική
είκοσι χρόνια κλείσανε τον Μάνο στη στενή.
Η μάνα του μαράζωσε μέσα σε έξι μήνες.
Ρεντίκολο και η Μυρτώ κι αρχίσανε οι φήμες.
Πήγε κι αυτή παντρεύτηκε με κάποιον στη Ροδόπη
του γράφει: «δεν γεννήθηκε καινούργια Πηνελόπη».
Σαν βγήκε έβρεχε πολύ κι αυτός συννεφιασμένος
είκοσι χρόνια έβγαλε στα σίδερα κλεισμένος.
Σαρανταπέντε πια χρονών κι ο νους στο νταραβέρι
«στην κάσα μέσα όταν τους δω, θα κλείσει το τεφτέρι».
Γραμμή στα στέκια τα παλιά να ψάξει, να ρωτήσει,
περνάει κι απ’ το σκυλάδικο μα το ’χανε γκρεμίσει.
Τ’ αφεντικά δεν γύρισαν ποτέ τους στην Αθήνα
τα ίχνη τους τα έψαχνε, σαν σκύλος, ένα μήνα.
Μπαρκάρισε σε φορτηγό, είπε λεφτά να κάνει
και μάγειρα τον ρίξανε, σ’ ένα βαθύ καζάνι.
Με μια Ινδή τραβιότανε και κάποια απ’ τη Βεγγάζη
μα η Μυρτώ του άφησε βαθύ, πικρό μαράζι.
Απάνω εκεί στο μπράτσο του, μια νύχτα σ’ ένα πόρτο,
το όνομά της χάραξε, λιωμένος από χόρτο.
Και σαν τη μέρα που ’ρχεται κι έχει κλειστό το χέρι
έτσι κι η νύχτα η πονηρή βαστάει κρυφό χαμπέρι.
Εδώ σ’ αυτή τη γειτονιά, μα και στην παραπάνω
ακόμα λένε οι παλιοί για το θεριό τον Μάνο.
Χρόνο δεν έκλεισε μακριά, εκεί, στα ξένα μέρη
κοντά στου φάρου τα στενά του στήσανε καρτέρι.
Είπανε πως τον έκοψαν, κι ανθρώπου να μη λάχει,
κι απ’ την καρδιά ως τ’ άντερα τ’ ανοίξαν το στομάχι.
Δυο Μαροκάνοι δόκιμοι που τάισαν τη μπάνκα
τον Μάνο βρήκαν άψυχο, εκεί στην Καζαμπλάνκα.
Κανένας μας δεν έμαθε ποιος πήρε τη ζωή του.
Ποια φράση να ξεστόμισε σαν έβγαινε η ψυχή του;
Εδώ σ’ αυτή τη γειτονιά μα και στην παραπάνω
ακόμα λεν’ τ’ αφεντικά πως ξέκαναν τον Μάνο.
Καρφί στεγνά τον έδωσε πως βγήκε από τη χάψη
και μπάρκαρε και γύρευε χαντάκι να τους θάψει.
Μα αφού κανείς δεν ήτανε μπροστά για να το ξέρει
δεν ξέρω από ποιου φονιά λαβώθηκε το χέρι.
Εκεί που τονε θάψανε σηκώθηκε λουλούδι
κι έγινε χώμα το κορμί και η ψυχή τραγούδι…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 224 Σχόλια: 0 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|