μουσόφιλος 19-10-2019 16:35 | Ο γεννημένος στην Ιθάκη το 1939, στιχουργός του «Μαυραγορίτη μάγκα» Μιχάλης Μπουρμπούλης, παραχώρησε πολύ ευγενικά στο Θανάση Γιώγλου το παρακάτω κείμενο [https://www.ogdoo.gr]:
«Το 1961 υπηρετούσα στρατιώτης στην Θεσσαλονίκη ως Ασυρματιστής στο 478 Τάγμα Διαβιβάσεων. Ήξερα καλά από τις ερασιτεχνικές αναγνώσεις μου την ιστορία της πόλης. Εκείνο που με έθλιβε όμως ήταν η ταχύτατη ανοικοδόμηση και τα αποτελέσματα αυτής: Το γκρέμισμα θαυμάσιων σπιτιών του παρελθόντος, καθώς και η εγκατάλειψη των υπαρχόντων μνημείων. Συντήρηση σχεδόν καμία. Μέρα με την ημέρα περίμενα να γκρεμίσουν και τον Λευκό Πύργο. Την διάθεση την είχαν οι εργολάβοι, αλλά δεν το τόλμησαν ευτυχώς γιατί φοβήθηκαν τα κεφάλια τους. Τότε άρχισα και τις επισκέψεις σε ό,τι είχε διασωθεί. Απόρησα γιατί οι γερμανοί δεν ισοπέδωσαν το Εβραϊκό Νεκροταφείο. Η απορία μου μένει ακόμη αναπάντητη. Όταν τελείωσα με τις εκκλησίες και ό,τι άλλο έκρυβε για μένα μυστήριο και ενδιαφέρον, άρχισα τις επισκέψεις στην Άνω Πόλη και ειδικά στο Επταπύργιο. Εκεί βρήκα αρκετά διασωσμένα σπίτια που έδιναν κάπως τον παλαιικό χαρακτήρα της συνοικίας. Μέσα στο Κάστρο υπήρχαν πολλοί φτωχοί που ζούσαν σε σχεδόν εγκαταλελειμμένα οικήματα. Ρωτούσα να μου εξηγήσουν το κάθε τι που έβλεπα. Γυναίκες με φτωχικά ρούχα, παιδιά αδύνατα μέσα στις λάσπες να παίζουν ανυποψίαστα. Άντρες κατσούφηδες, με εργαλεία στα χέρια, να πηγαινοέρχονται λες και ήταν επιστρατευμένοι. Εκεί είδα και γνώρισα, μιαν άλλη Θεσσαλονίκη. «Αλήθεια», σκέφτηκα, «ποιά από τις δύο “Θεσσαλονίκες” είναι η πραγματική;».
Το Γεντί Κουλέ και η ιστορία που έκρυβε στα σπλάχνα του, μου τράνταξαν τα σωθικά. Ρώταγα, ρώταγα, κάποιοι μου είπαν ότι υπήρχαν ακόμη εν ζωή μερικοί που βίωσαν την φυλακή και πλησίασαν τον θάνατο. Μου τόνισαν πως δεν ήταν όλοι ήρωες, υπήρχαν και κάτι “καλόπαιδα” που κανονικά πλήρωσαν τις πράξεις τους.
Μετά ακολούθησε σιωπή, λες και μεταξύ τους συνεννοήθηκαν να μην με εμπιστεύονται. Ίσως για τον λόγο αυτό να έφταιγε η ύποπτη, κατ’ εκείνους, επιμονή μου και τα στρατιωτικά ρούχα που φορούσα. Μπήκα σε κάνα-δυο ταβερνεία, αλλά και εκεί άρχων Νόμος η σιωπή. Δεν σταμάτησα. Όταν το μυαλό μου φορτώθηκε και δεν άντεχε άλλο, δεν ξαναπήγα. Έμεινα με την σκιώδη ανάμνηση.
Να γιατί, όταν ο Γ. Χατζηνάσιος δημιουργούσε τα «ΣΥΝΑΞΑΡΙΑ» με τον Δ. Μητροπάνο και ζήτησε την συμμετοχή μου, έγραψα το «ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΗΣ ΜΑΓΚΑΣ». Το θεωρούσα σαν μια συμβολική προσφορά για τα χρόνια, τους ανθρώπους και μιαν άλλη “φυλή” που στριμώχτηκε, έζησε ή πέθανε στα σκοτεινά μπουντρούμια εκείνης της κόλασης, για διάφορους λόγους, είτε ηθικούς, είτε εγκληματικούς. Το να προσπαθήσεις να ξεδιαλύνεις τους μεν από τους δε, είναι άλυτο πρόβλημα που επιμένει να ζει στον χώρο του μυστηρίου».
Μιχάλης Μπουρμπούλης
|