|
Στίχοι: Παραδοσιακό
Μουσική: Παραδοσιακό
Περιοχή: Αταξινόμητα
Τρία πουλάκια κάθονται ψηλά στη Βουνιχώρα,
το να τηράει τη Λιάκουρα, και τ’ άλλο την Κωστάρτσα,
το τρίτο το καλύτερο ρωτάει τους διαβάτες:
"Διαβάτες πού διαβαίνετε, στρατιώτες πού περνάτε,
μην είδετε τς αρματωλούς και το Βλαχοθανάση,
που γέρασεν αρματωλός, στους κλέφτες καπετάνιος;"
Εμείς προψές τον είδαμε στον Έπαχτον απ’ όξω,
δυο μέρες επολέμαγε με Τούρκους τρεις χιλιάδες.
"Ανδρούτσο, τι κλειστήκαμε, σαν νά `μαστε γυναίκες;"
Το γιαταγάνι τράβηξε κι ένα γιουρούσι κάνει.
Του πέφτουν βόλια σαν βροχή, κανόνια σαν χαλάζι.
Τρεις μπάλες του ερίξανε, πικρές φαρμακωμένες.
Η μια τον πήρε στο λαιμό η άλλη μέσ’ στο χέρι,
κι η τρίτη η φαρμακερή τον ηύρε στο κεφάλι.
"Κόψτε μου το κεφάλι μου, νά χετε την ευχή μου!"
Κι ο Ανδρούτσος βγάνει μια φωνή, πικρή, φαρμακωμένη:
"Παιδιά, τραβάτε, τα σπαθιά, κι αφήτε το ντουφέκι,
να μη μας πάρει η Τουρκιά του Βλάχου το κεφάλι,
που γέρασεν αρματωλός, στους κλέφτες καπετάνιος."
Βλάχο, καλά καθόσουνε ψηλά στη Βουνιχώρα,
θυμήθηκες τα νιάτα σου, κι επήρ’ ο νους σ’ αγέρα,
και τώρα το κεφάλι σου το πήρανε οι Τούρκοι.
Το σεργιανάνε στα χωριά και παίρνουνε μπαξίσι,
στα Σάλωνα οι μπέηδες χούφτες φλωριά κερνάνε.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 2056 Σχόλια: 1 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|