Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132752 Τραγούδια, 271245 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Η Πανεπιστημίου - 1979      
 
Στίχοι:  
Γιάννης Ξανθούλης
Μουσική:  
Νίκος Δανίκας


Άδεια της Αθήνας Κυριακή
Βόλτα μόνος και ψιλή βροχή
Τέσσερις τ’ απόγευμα σκυφτός
Κι ένας δρόμος μπρος μου ίσιος κεντρικός

Πανεπιστημίου ντυμένη
Δικαιοσύνη και τρόλεϊ μπας
Στο καυσαέριο φλομωμένη
Γίνομαι γιος σου κι όπου με πας

Περπατώ εις τους δρόμους
Όταν ο κόσμος δεν είναι εδώ
Κόσμε κόσμε είσαι εδώ;
Είσαι!
Αλλά ονειρεύεσαι κοιμάσαι ερωτεύεσαι
Δώστε μου το χέρι σας
Κι ελάτε μαζί μου μια βόλτα
Στις όχθες της Πανεπιστημίου
Έτσι τις λέω εγώ όχθες.
Αρχίζει η περιήγηση
Ναι ξέρω. Είσαστε τέσσερα
διπλωματούχα ζητιανάκια
η μητέρα στο «Παίδων»
ο πατέρας στου «Συγγρού»
η μικρή αδερφή στο «ΚΑΤ»
κι η μεγάλη στο ΚΑΤΕ
όχι δε σας δίνω δεκαράκι τσακιστό
εδώ είναι επίσημος δρόμος
κάτω από τον Αρειο Πάγο απαγορεύεται η ζητιανιά
Ούτε κι απέναντι
απέναντι είναι του Φλόκα
Εκεί όλοι τρώνε αφορολόγητη σαλάτα «Νισουάζ»
Οι περισσότεροι είναι ξένοι
εχτός από τον Γκάτσο και τον Χατζιδάκι
είναι οι μόνοι ιθαγενείς
Προχωράμε
Γωνία Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου
Συναντάμε τις φωτογραφίες
Του Δημήτρη Μυράτ και της Βούλας Ζουμπουλάκη
«Απόψε δεν αυτοσχεδιάζουμε»
Παρακάτω είναι η βιτρίνα της αεροπορίας
Θέλετε να καταταγείτε στην Αεροπορία;
Ω σας είδα που κοιτάγατε γι’ αυτό ρώτησα
Είσαστε δεκαοχτώ χρονών;
Ηλικία ορόσημο
Εγώ στα δεκαοκτώ ήθελα ν’ αυτοκτονήσω
Ωωω όχι εγώ κοιτούσα δίπλα
την βιτρίνα με τις γούνες
Μα για όνομα του Θεού μη με μπερδεύετε
εγώ νέος; Νεός για την Ολυμπιακή αεροπορία
Όχι την Πολεμική!
Χάρηκα πολύ γεια σας
Προχωρώ
Να κι η βροχή
ανοίγω ομπρέλα
Ανοίγεις ομπρέλα κλείνεις ομπρέλα
Όλοι σε κοιτούν στα μάτια
Να κι η ομίχλη
Αυτή η ομίχλη μ’ αποστειρώνει
Ας πάω τοίχο τοίχο

Όταν περπατωώ στην Πανεπιστημίου
Πάντα συναντώ τις μέρες τις παλιές
άνδρες μαθητές του παλιού σχολείου
Και παιδιά που βγήκαν βόλτα από το χτες

Μοιάζουν ζωντανά πρόσωπα φευγάτα
Κι αν δεν τους μιλώ είναι από ντροπή
άλλαξε η ζωή πήραμε άλλη στράτα
Κάτι πάω να πω μα δεν πάει η φωνή

Όταν περπατώ μες στον άδειο δρόμο
Μέρα μεσημέρι πάντοτε είναι εκεί
Έχουν τα μπουφάν στον φαρδύ τους ώμο
Και στ’ ένα τους χέρι κόκκινη πληγή

Κι όλο λέω «ποτέ» Θεέ μου ας μην τελειώσει
Όλη ετούτη η νιότη μέσα στ’ άδειο φως
Κάπου στρίβει ο δρόμος κάπου αλλάζουν όλα
Και περνούν τα χρόνια κι είμαι μοναχός

Θεέ μου, στο απέναντι πεζοδρόμιο η Άννα
Άννα! Άννα! Δε μ’ ακούει...
Την τραβάει ένας με καπαρντίνα
Τον τραβάει κι αυτή
Όχι δεν πέφτει ξύλο
Ερωτική σκηνή
Γιατί κοιτάω σαν χάχας;
Η Άννα! Περάσαν δεκαπέντε χρόνια!
Άννα! Άννα!
Μπαίνει σε ταξί
Άννα! Μ’ ακούει!
Αλλά την παρασέρνει η Πανεπιστημίου...
Η δειλία μου Θεέ μου
Αυτό ήμουνα σ’ όλη μου τη ζωή
Δειλός και συνετός
Είδες αυτός με την καπαρντίνα πώς την τράβαγε
Σαν ένα σακί γεμάτο υγιεινό έρωτα
Δειλός και συνετός
Κι όλοι σε κοιτούν στα μάτια σκληρά
Ψέματα δε σε κοιτούν σκληρά
Σε κοιτούν τρυφερά
Τι σκληρά τι τρυφερά σκοτίστηκα
Και σκληρά να κοιτάξεις
τους Κυριακάτικους διαβάτες
Αυτοί σ’ ανταποδίδουν τρυφερά
Άννα!
Να τα γυαλίσουμε;
Στήνουμε και γυαλίζουμε
Ο λούστρος είναι ανάπηρος
Έχει ξύλινο χέρι
Ξύλινο πόδι
Σηκώνει το πρόσωπό του και μου γελάει
Μ’ ένα ζεστό χαμόγελο σαν φουφού
Του κλείνω το μάτι
Αλλάζω πόδι
Είναι σαν χορεύω Καν Καν για τον λούστρο
Μού `ρχεται κέφι γελάω χαχαχα
άλλο που δε θέλει ο διπλανός νεαρός
Μου λέει: Ξέρετε, θα βρέξει
Λέω εγώ έχω την κιβωτό μου, ας βρέξει
Μου λέει " Κιβωτό για έναν;"
Πληρώνω τον λούστρο
Ο νεαρός επιμένει
Κι εγώ περνάω απέναντι
Στο καρτιέ του Πανεπιστημίου
Εκεί έχει διαδήλωση
Πάω προς τη μεριά των απεργών
Μου λένε Θα υπογράψετε συμπαράσταση;
Λέω "Πήγατε στην Μελίνα;"
Με μισούν το νιώθω
Παίρνω ύφος Λαμπέτη
* Κάτι μεταξύ νουθεσίας και έκπληξης
Και περνάω στο απέναντι φανάρι
Εκεί έχει αέρα και πέφτουν μάρμαρα

Ο νεαρός επιμένει
Μόνος σου θα μπεις στην κιβωτό;
Οχι ρε του λέω. Με τον κροταλία μου θα μπω!

Φτάνω στην Ιπποκράτους ευτυχώς
γιατί από κει και πέρα αρχίζει άλλο καθεστώς
Οι μισοί είναι Άραβες
Αν με βοηθήσει ο Θεός
και φτάσω μέχρι την Θεμιστοκλέους
θ’ ανάψω μια λαμπάδα μέχρι το μπόι μου
Βουλιάζω στην ομίχλη

Όταν περπατώ στην Πανεπιστήμιου
Πάντα συναντώ τις μέρες τις παλιές
Το παιδί που φεύγει απ’ την οδό Σταδίου
Είμαι εγώ κι εσύ ξωπίσω μου να κλαις

Θέλω να σου πω τόσα πού `χουν γίνει
Τόσα χρόνια πού `ρθαν πάνω μας πικρά
Είναι αυτό που λέμε δεν μπορεί να γίνει
Ό,τι γράφει η μοίρα κάπου είναι γραφτά

Μοιάζουν ζωντανά πρόσωπα χαμένα
έφηβοι ξανθοί κάποιας εποχής
Κι εγώ μια σταλιά μάτια δακρυσμένα
Μάτια όλο ικεσία να με λυπηθείς

Κάπου στρίβει ο δρόμος κάπου αλλάζουν όλα
Κι είν’ η γεύση ακόμα άγια κι ιερή
Μου βαραίνει ο ώμος και σαν πολυβόλα
Μηχανές τριγύρω γράφουν την ζωή

Ε, από κει και πέρα, αρχίζει η Ομόνοια
Κάθε αξιοπρέπεια στην πάντα!
Πατώ, με πατούν, με κατρακυλούν
Μου ζητούν την ώρα, μου ζητούν τσιγάρο
Μου ζητούν να αγοράσω εφημερίδες,
σλιπάκια, ανδρισμούς,
παράνομες κασέτες
Κι εγώ αγοράζω, αγοράζω, αγοράζω
Τα πάντα!

Άδεια της Αθήνας Κυριακή
Βόλτα μόνος και ψιλή βροχή
Έντεκα το βράδυ μοναχός
Κι ένας δρόμος μπρος μου
Ίσιος κεντρικός

Πανεπιστημίου ντυμένη
Δικαιοσύνη και τρόλεϊ μπας
Στο καυσαέριο φλομωμένη
Γίνομαι γιος σου
Κι όπου με πας

Ανηφόρα Παίρνω φόρα και γυρνώ
άδειοι δρόμοι κι αστυνόμοι κι Εκατό
Και η νύχτα καρτεράει
Στην μοναξιά μου για να χαθώ

Ταξί! Ε, ταξί!




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: 100%  (1 ψήφοι)
      Αναγνώσεις: 6602
      Σχόλια: 1
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Δισκογραφία 
 
[1] Γιώργος Μαρίνος
1979 & 2007
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   Minos, Ανδρόνικος @ 08-04-2006
   Minos
08-04-2006
Ένα δείγμα από τον Γιώργο Μαρίνο, όπου σ’ αυτήν την παρλάτα (τραγούδι με πρόζα) - εξαιρετικότατος!, αποδεικνύει το πολύπλευρο ταλέντο του, σ'αυτό το πολύ δύσκολο είδος που υπηρετούσε και που για δεκαετίας ήταν μοναδικός. Ηχογράφηση του 1978 από τα σώου της "Μέδουσας". Υ.Γ. 1: Κάποια μουσικά μοτίβα του δείγματος είναι δανεισμένα από μουσικές του Nino Rota. (Επίσημα όμως, - αναφέρεται στον δίσκο...). Υ.Γ. 2: Στο σημείο με τον (*) μιμείται μοναδικά την Ελλη Λαμπέτη. Υ.Γ. 3: Στο υπόλοιπο κομμάτι (ανεπίσημα) μιμείται τον Δημήτρη Χορν - έναν μεγάλο ηθοποιό που τον θαύμαζε απεριόριστα και από τον οποίο επηρεάστηκε βαθύτατα. Κάτι που συνέβαινε βέβαια και αντίστροφα: Ο Δημήτρης Χορν θαύμαζε και "ζήλευε" τον Μαρίνο για το είδος του θεάματος στο οποίο είχε ειδικευτεί. Κάτι που και ο ίδιος ήθελε πάρα πολύ να κάνει (θα τα κατάφερνε εξαιρετικά) αλλά δεν του επέτρεπε η "θεατρική του εικόνα" να το κάνει.


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο