|
μουσόφιλος 18-05-2018 00:31 | Το ποιητικό υποκείμενο χρησιμοποιώντας το β΄ ενικό πρόσωπο δημιουργεί την αίσθηση πως απευθύνει το λόγο σ’ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο∙ εντύπωση, ωστόσο, που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, εφόσον τα λόγια αυτά απευθύνονται στον ίδιο του τον εαυτό. Το βίωμα που καταγράφεται είναι προσωπικό, ο ποιητής όμως δεν θέλει να το περιορίσει με τη χρήση του α΄ προσώπου, καθώς γνωρίζει πως, αν και εκπληκτικής έντασης, δεν αποτελεί κάτι που αφορά μόνο τον ίδιο. Έχουν έρθει κι άλλοι άνθρωποι αντιμέτωποι με τον πόνο της εγκατάλειψης από το πρόσωπο που αγαπούν.
Η οδύνη που διακατέχει την ψυχή του ποιητικού υποκειμένου δίνεται με συνεχείς αναφορές στη φύση, η οποία μοιάζει να συναισθάνεται τον πόνο του. Σε μια παλάμη θάλασσα, στο ελάχιστο νερό δηλαδή που χωρά μια παλάμη, ο ερωτευμένος ποιητής ή το ερωτευμένο άτομο εν γένει, γεύτηκε μαζί και τα πικρά χαλίκια. Δήλωση που φανερώνει πως, αν και του δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα τη γυναίκα που τον συγκινούσε, ωστόσο σ’ αυτό το λίγο διάστημα ένιωσε μαζί με την απόλαυση του έρωτα -του δροσερού θαλασσινού νερού- και τις πολλές πίκρες που τον συνοδεύουν. Ο ποιητής αξιοποιεί έξοχα εδώ το απροσδόκητο που δημιουργεί η εικόνα να βρίσκονται χαλίκια σε μόλις μια παλάμη θαλασσινού νερού, για να αποδώσει τις πίκρες που προσφέρει ένα συναίσθημα, το οποίο χαρακτηρίζεται πάντοτε από τις καλύτερες των προθέσεων.
Η μοναξιά του ερωτευμένου και πληγωμένου ατόμου το ωθεί στο να περπατά μόνο του δύο η ώρα τη νύχτα στους ερημικούς δρόμους Αυγούστου. Μα δεν είναι τελείως μόνο του, εφόσον το συνοδεύει το φως του φεγγαριού, που μοιάζει να περπατά κι αυτό μ’ έναν βηματισμό χαμένο, μιας και δεν υπάρχει ουσιαστικός προορισμός. Η λύπη από την οποία το άτομο προσπαθεί να ξεφύγει το ακολουθεί πιο στενά κι από το φεγγάρι, κι είναι άρα μια δίχως σκοπό περιπλάνηση, που δεν μπορεί να αποδιώξει την οδύνη της ψυχής.
Η έρημη πόλη τον Αύγουστο και το περπάτημα υπό το φως του φεγγαριού, καθιστούν ακόμη πιο έντονη τη θλίψη του ερωτευμένου προσώπου, αφού κινείται σ’ ένα ως προς όλα ειδυλλιακό τοπίο χωρίς να έχει πλάι του κανέναν άνθρωπο για να μοιραστεί την ομορφιά που αντικρίζει.
Ό,τι φέρνει πόνο στο κεντρικό πρόσωπο του ποιήματος που περπατά μοναχό του και νιώθει πως η καρδιά του δεν είναι στη θέση της, πως τίποτε δεν είναι όπως θα έπρεπε, είναι η ανάμνηση της γης μαζί με την ωραία γυναίκα∙ είναι η ανάμνηση εκείνων των στιγμών που βρισκόταν μαζί της και απολάμβανε πλάι της το κάλλος της φύσης και την ευδαιμονία της ζωής. Κι είναι ακριβώς η επιστροφή σ’ αυτή την πρότερη κατάσταση ευτυχίας που συνιστά την ευχή του, την πιο πολύτιμη ευχή του, εκείνη που λαχταρά να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας μέσα από τους κόρφους του βασιλικού∙ με την ελπίδα πως καθώς θα πλημμυρίζει η φύση από την ιδιαίτερη ευωδιά του φυτού, εκείνος θα βρίσκει και πάλι κοντά του την αγαπημένη γυναίκα.
Έξοχος ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής συνδέει το άρωμα που αναδύει ο βασιλικός με την ισχυρή εκείνη λειτουργία των ευωδιών να φέρνουν στη σκέψη μνήμες από το παρελθόν, μιας και αυτό που κυρίως κυριαρχεί στους στίχους αυτούς είναι μια ανάμνηση∙ η ανάμνηση του πόσο πιο όμορφη ήταν η ζωή, όταν είχε κοντά του την ωραία γυναίκα.
«Ώρα της νύχτας! Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυα
Μόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο της γης
Γυμνή κάτω από τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων»
Είναι πια αργά μέσα στη νύχτα κι ο βοριάς έχει πλημμυρίσει από τα δάκρυα του ερωτευμένου προσώπου, που περπατά δοσμένος στη θλίψη του. Η ψυχή του ανθρώπου συνδέεται αξεδιάλυτα με τη γύρω φύση, καθιστώντας το βίωμα του προσώπου μια συλλογική κατάσταση που επηρεάζει από κοινού τον ίδιο μα και τη γη. Έτσι, η καρδιά του ανθρώπου που ριγεί από το κρύο του βοριά, μοιάζει να αντιδρά στο σφίξιμο της γης, μοιάζει να νιώθει ολόκληρη τη γη να σφίγγεται σαν να αισθάνεται κι εκείνη παγιδευμένη στη μέγκενη του πόνου. Ριγεί η καρδιά, όπως κι η γη, γυμνή, εγκαταλελειμμένη από κάθε συναίσθημα που άλλοτε την κρατούσε ζεστή, κάτω από τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων∙ η καρδιά κι η γη, φτάνουν σταδιακά σε μια πλήρη ταύτιση, και βιώνουν από κοινού την αίσθηση της ερήμωσης -από ανθρώπους, από συναισθήματα- σ’ ένα τοπίο όπου κυριαρχούν τα κατ’ ανάγκη σιωπηλά δέντρα.
Η ταύτιση της φύσης με την καρδιά του ανθρώπου έρχεται να τονίσει πως η οδύνη και η θλίψη που βιώνει το άτομο αποτελούν συναισθήματα απολύτως συνδεδεμένα με το ιδιαίτερο της ανθρώπινης φύσης, η οποία εύλογα δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τη μοναξιά και την εγκατάλειψη.
«Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου
Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά
Και δίχως ήμαρτον κανέν’ από την αμαρτία χαράχτηκε
Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός».
Κι αργότερα, όταν πια ο ερωτευμένος άνθρωπος έχει αφεθεί στον ύπνο, ακόμη κι εκεί την ώρα του ονείρου γεύεται τα πικρά χαλίκια της ανήσυχης ψυχής που με κάθε τρόπο φανερώνει τη θλίψη και τον πόνο της. Ακόμη και στους βυθούς του ονείρου, ο άνθρωπος που βίωσε την εγκατάλειψη δεν βρίσκει τρόπο να ησυχάσει. Μα κι η φύση, που συναισθάνεται αδιάκοπα την ένταση του καημού του, βρίσκεται κι εκείνη σε παρόμοια κατάσταση ταραχής. Την ώρα, λοιπόν, που τα σύννεφα άρχισαν να κινούνται γοργά, σαν να έχουν λύσει τα πανιά τους, ο καιρός χαράζεται, δίχως κανένα έλεος, στα πρώτα του σπλάχνα από την αμαρτία.
Οι στίχοι αυτοί αποτελούν ένα εξαίρετο δείγμα υπερρεαλιστικής γραφής, με τον ποιητή να εκμεταλλεύεται άριστα την πολυσημία της ελληνικής γλώσσας, συνθέτοντας ένα κείμενο που επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις. Η αμαρτία που χαράζει τον «καιρό», άρα τον χρόνο, στα πρώτα του κιόλας σπλάχνα, μας παραπέμπει, υπό μία έννοια, στο προπατορικό εκείνο αμάρτημα, που έφερε τη γυναίκα να αποτελεί το λόγο εκδίωξης των ανθρώπων από τον παράδεισο. Η αμαρτία, ωστόσο, μπορεί να λάβει επιπλέον προεκτάσεις, αν συσχετιστεί με την αιτία της θλίψης του κεντρικού προσώπου. Η φυγή της αγαπημένης γυναίκας, και άρα, η δυνατότητα του ενός ανθρώπου να πληγώνει, δίχως έλεος, έναν άλλον άνθρωπο, και μάλιστα εκείνον που τον αγαπά, μας φέρνει σε μια μορφή αμαρτίας πέρα για πέρα διαχρονική. Πρόθεση, μάλιστα, του ποιητή με την αναφορά στα πρώτα σπλάχνα του καιρού, είναι να καταστήσει σαφές πως ο έρωτας, όπως κι ο πόνος που τον συνοδεύει, είναι κάτι που ενυπάρχει στην ανθρώπινη φύση από την πρώτη της κιόλας στιγμή.
Αν θέλουμε, πάντως, να ανιχνεύσουμε τη συσχέτιση των στίχων αυτών με μια εικόνα παρμένη αμιγώς από το χώρο της φύσης, μπορούμε να εικάσουμε την αναφορά σ’ εκείνον τον πρώτο κεραυνό που έθεσε σε κίνηση όλες τις εναλλαγές του καιρού, φέρνοντας ίσως την πρώτη βροχή.
«Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν απ’ την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου
Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκατόφυλλη, ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!».
Στους καταληκτικούς στίχους ο ποιητής επισημαίνει πως μπορεί ο ερωτευμένος άνθρωπος, ο ίδιος ο ποιητής δηλαδή, να δει ακόμη την ομορφιά της άμμου, πριν από την αρχική εκείνη φωτιά του πρώτου κεραυνού που έδωσε στη φύση μια γεύση από τη βιαιότητα των ίδιων της των γενεσιουργών δυνάμεων∙ και διαφορετικά, πριν από την αρχική φωτιά του καταλυτικού ερωτικού συναισθήματος που ανέτρεψε όλα τα δεδομένα στην ψυχή του ανθρώπου και του στέρησε τη δυνατότητα να γνωρίζει τη χαρά στην απλότητα των πραγμάτων, χωρίς την παρουσία του αγαπημένου προσώπου.
Μπορεί, λοιπόν, να δει την ομορφιά της άμμου, στην οποία έπαιζε με τον όρκο του, με την υπόσχεση μιας αδιαπραγμάτευτης αφοσίωσης στην αγαπημένη γυναίκα, κι είχε την ευχή του ολάνοιχτη στον άνεμο της Παναγίας, περιμένοντας τη δική της ευλογία για να βρει στη ζωή του εκείνη τη γυναίκα που θα αγαπήσει ολόψυχα.
Μας μεταφέρει, άρα, ο ποιητής στο σημείο που ήταν λίγο προτού ξεκινήσουν όλα, όταν ακόμη ευχόταν στην Παναγία να φέρει στη ζωή του τη γυναίκα, κι ο ίδιος υποσχόταν να της προσφέρει αγνή, άδολη και σταθερή την αγάπη του [https://latistor.blogspot.gr].
| μουσόφιλος 18-05-2018 00:31 | Το ποιητικό υποκείμενο χρησιμοποιώντας το β΄ ενικό πρόσωπο δημιουργεί την αίσθηση πως απευθύνει το λόγο σ’ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο∙ εντύπωση, ωστόσο, που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, εφόσον τα λόγια αυτά απευθύνονται στον ίδιο του τον εαυτό. Το βίωμα που καταγράφεται είναι προσωπικό, ο ποιητής όμως δεν θέλει να το περιορίσει με τη χρήση του α΄ προσώπου, καθώς γνωρίζει πως, αν και εκπληκτικής έντασης, δεν αποτελεί κάτι που αφορά μόνο τον ίδιο. Έχουν έρθει κι άλλοι άνθρωποι αντιμέτωποι με τον πόνο της εγκατάλειψης από το πρόσωπο που αγαπούν.
Η οδύνη που διακατέχει την ψυχή του ποιητικού υποκειμένου δίνεται με συνεχείς αναφορές στη φύση, η οποία μοιάζει να συναισθάνεται τον πόνο του. Σε μια παλάμη θάλασσα, στο ελάχιστο νερό δηλαδή που χωρά μια παλάμη, ο ερωτευμένος ποιητής ή το ερωτευμένο άτομο εν γένει, γεύτηκε μαζί και τα πικρά χαλίκια. Δήλωση που φανερώνει πως, αν και του δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα τη γυναίκα που τον συγκινούσε, ωστόσο σ’ αυτό το λίγο διάστημα ένιωσε μαζί με την απόλαυση του έρωτα -του δροσερού θαλασσινού νερού- και τις πολλές πίκρες που τον συνοδεύουν. Ο ποιητής αξιοποιεί έξοχα εδώ το απροσδόκητο που δημιουργεί η εικόνα να βρίσκονται χαλίκια σε μόλις μια παλάμη θαλασσινού νερού, για να αποδώσει τις πίκρες που προσφέρει ένα συναίσθημα, το οποίο χαρακτηρίζεται πάντοτε από τις καλύτερες των προθέσεων.
Η μοναξιά του ερωτευμένου και πληγωμένου ατόμου το ωθεί στο να περπατά μόνο του δύο η ώρα τη νύχτα στους ερημικούς δρόμους Αυγούστου. Μα δεν είναι τελείως μόνο του, εφόσον το συνοδεύει το φως του φεγγαριού, που μοιάζει να περπατά κι αυτό μ’ έναν βηματισμό χαμένο, μιας και δεν υπάρχει ουσιαστικός προορισμός. Η λύπη από την οποία το άτομο προσπαθεί να ξεφύγει το ακολουθεί πιο στενά κι από το φεγγάρι, κι είναι άρα μια δίχως σκοπό περιπλάνηση, που δεν μπορεί να αποδιώξει την οδύνη της ψυχής.
Η έρημη πόλη τον Αύγουστο και το περπάτημα υπό το φως του φεγγαριού, καθιστούν ακόμη πιο έντονη τη θλίψη του ερωτευμένου προσώπου, αφού κινείται σ’ ένα ως προς όλα ειδυλλιακό τοπίο χωρίς να έχει πλάι του κανέναν άνθρωπο για να μοιραστεί την ομορφιά που αντικρίζει.
Ό,τι φέρνει πόνο στο κεντρικό πρόσωπο του ποιήματος που περπατά μοναχό του και νιώθει πως η καρδιά του δεν είναι στη θέση της, πως τίποτε δεν είναι όπως θα έπρεπε, είναι η ανάμνηση της γης μαζί με την ωραία γυναίκα∙ είναι η ανάμνηση εκείνων των στιγμών που βρισκόταν μαζί της και απολάμβανε πλάι της το κάλλος της φύσης και την ευδαιμονία της ζωής. Κι είναι ακριβώς η επιστροφή σ’ αυτή την πρότερη κατάσταση ευτυχίας που συνιστά την ευχή του, την πιο πολύτιμη ευχή του, εκείνη που λαχταρά να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας μέσα από τους κόρφους του βασιλικού∙ με την ελπίδα πως καθώς θα πλημμυρίζει η φύση από την ιδιαίτερη ευωδιά του φυτού, εκείνος θα βρίσκει και πάλι κοντά του την αγαπημένη γυναίκα.
Έξοχος ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής συνδέει το άρωμα που αναδύει ο βασιλικός με την ισχυρή εκείνη λειτουργία των ευωδιών να φέρνουν στη σκέψη μνήμες από το παρελθόν, μιας και αυτό που κυρίως κυριαρχεί στους στίχους αυτούς είναι μια ανάμνηση∙ η ανάμνηση του πόσο πιο όμορφη ήταν η ζωή, όταν είχε κοντά του την ωραία γυναίκα.
«Ώρα της νύχτας! Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυα
Μόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο της γης
Γυμνή κάτω από τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων»
Είναι πια αργά μέσα στη νύχτα κι ο βοριάς έχει πλημμυρίσει από τα δάκρυα του ερωτευμένου προσώπου, που περπατά δοσμένος στη θλίψη του. Η ψυχή του ανθρώπου συνδέεται αξεδιάλυτα με τη γύρω φύση, καθιστώντας το βίωμα του προσώπου μια συλλογική κατάσταση που επηρεάζει από κοινού τον ίδιο μα και τη γη. Έτσι, η καρδιά του ανθρώπου που ριγεί από το κρύο του βοριά, μοιάζει να αντιδρά στο σφίξιμο της γης, μοιάζει να νιώθει ολόκληρη τη γη να σφίγγεται σαν να αισθάνεται κι εκείνη παγιδευμένη στη μέγκενη του πόνου. Ριγεί η καρδιά, όπως κι η γη, γυμνή, εγκαταλελειμμένη από κάθε συναίσθημα που άλλοτε την κρατούσε ζεστή, κάτω από τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων∙ η καρδιά κι η γη, φτάνουν σταδιακά σε μια πλήρη ταύτιση, και βιώνουν από κοινού την αίσθηση της ερήμωσης -από ανθρώπους, από συναισθήματα- σ’ ένα τοπίο όπου κυριαρχούν τα κατ’ ανάγκη σιωπηλά δέντρα.
Η ταύτιση της φύσης με την καρδιά του ανθρώπου έρχεται να τονίσει πως η οδύνη και η θλίψη που βιώνει το άτομο αποτελούν συναισθήματα απολύτως συνδεδεμένα με το ιδιαίτερο της ανθρώπινης φύσης, η οποία εύλογα δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τη μοναξιά και την εγκατάλειψη.
«Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου
Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά
Και δίχως ήμαρτον κανέν’ από την αμαρτία χαράχτηκε
Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός».
Κι αργότερα, όταν πια ο ερωτευμένος άνθρωπος έχει αφεθεί στον ύπνο, ακόμη κι εκεί την ώρα του ονείρου γεύεται τα πικρά χαλίκια της ανήσυχης ψυχής που με κάθε τρόπο φανερώνει τη θλίψη και τον πόνο της. Ακόμη και στους βυθούς του ονείρου, ο άνθρωπος που βίωσε την εγκατάλειψη δεν βρίσκει τρόπο να ησυχάσει. Μα κι η φύση, που συναισθάνεται αδιάκοπα την ένταση του καημού του, βρίσκεται κι εκείνη σε παρόμοια κατάσταση ταραχής. Την ώρα, λοιπόν, που τα σύννεφα άρχισαν να κινούνται γοργά, σαν να έχουν λύσει τα πανιά τους, ο καιρός χαράζεται, δίχως κανένα έλεος, στα πρώτα του σπλάχνα από την αμαρτία.
Οι στίχοι αυτοί αποτελούν ένα εξαίρετο δείγμα υπερρεαλιστικής γραφής, με τον ποιητή να εκμεταλλεύεται άριστα την πολυσημία της ελληνικής γλώσσας, συνθέτοντας ένα κείμενο που επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις. Η αμαρτία που χαράζει τον «καιρό», άρα τον χρόνο, στα πρώτα του κιόλας σπλάχνα, μας παραπέμπει, υπό μία έννοια, στο προπατορικό εκείνο αμάρτημα, που έφερε τη γυναίκα να αποτελεί το λόγο εκδίωξης των ανθρώπων από τον παράδεισο. Η αμαρτία, ωστόσο, μπορεί να λάβει επιπλέον προεκτάσεις, αν συσχετιστεί με την αιτία της θλίψης του κεντρικού προσώπου. Η φυγή της αγαπημένης γυναίκας, και άρα, η δυνατότητα του ενός ανθρώπου να πληγώνει, δίχως έλεος, έναν άλλον άνθρωπο, και μάλιστα εκείνον που τον αγαπά, μας φέρνει σε μια μορφή αμαρτίας πέρα για πέρα διαχρονική. Πρόθεση, μάλιστα, του ποιητή με την αναφορά στα πρώτα σπλάχνα του καιρού, είναι να καταστήσει σαφές πως ο έρωτας, όπως κι ο πόνος που τον συνοδεύει, είναι κάτι που ενυπάρχει στην ανθρώπινη φύση από την πρώτη της κιόλας στιγμή.
Αν θέλουμε, πάντως, να ανιχνεύσουμε τη συσχέτιση των στίχων αυτών με μια εικόνα παρμένη αμιγώς από το χώρο της φύσης, μπορούμε να εικάσουμε την αναφορά σ’ εκείνον τον πρώτο κεραυνό που έθεσε σε κίνηση όλες τις εναλλαγές του καιρού, φέρνοντας ίσως την πρώτη βροχή.
«Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν απ’ την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου
Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκατόφυλλη, ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!».
Στους καταληκτικούς στίχους ο ποιητής επισημαίνει πως μπορεί ο ερωτευμένος άνθρωπος, ο ίδιος ο ποιητής δηλαδή, να δει ακόμη την ομορφιά της άμμου, πριν από την αρχική εκείνη φωτιά του πρώτου κεραυνού που έδωσε στη φύση μια γεύση από τη βιαιότητα των ίδιων της των γενεσιουργών δυνάμεων∙ και διαφορετικά, πριν από την αρχική φωτιά του καταλυτικού ερωτικού συναισθήματος που ανέτρεψε όλα τα δεδομένα στην ψυχή του ανθρώπου και του στέρησε τη δυνατότητα να γνωρίζει τη χαρά στην απλότητα των πραγμάτων, χωρίς την παρουσία του αγαπημένου προσώπου.
Μπορεί, λοιπόν, να δει την ομορφιά της άμμου, στην οποία έπαιζε με τον όρκο του, με την υπόσχεση μιας αδιαπραγμάτευτης αφοσίωσης στην αγαπημένη γυναίκα, κι είχε την ευχή του ολάνοιχτη στον άνεμο της Παναγίας, περιμένοντας τη δική της ευλογία για να βρει στη ζωή του εκείνη τη γυναίκα που θα αγαπήσει ολόψυχα.
Μας μεταφέρει, άρα, ο ποιητής στο σημείο που ήταν λίγο προτού ξεκινήσουν όλα, όταν ακόμη ευχόταν στην Παναγία να φέρει στη ζωή του τη γυναίκα, κι ο ίδιος υποσχόταν να της προσφέρει αγνή, άδολη και σταθερή την αγάπη του [https://latistor.blogspot.gr].
| longieth 15-08-2013 12:37 | http://www.youtube.com/watch?v=xc3tK1110T4 | gkremistis 28-07-2012 17:07 | Εκτελείται και στο Η ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΠΡΩΤΟΨΑΛΤΗ ΣΕ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ από χορωδία. | KWMATOYLA 14-02-2010 02:03 | Το κομμάτι αυτό υπάρχει στον δίσκο που αναφέρεται, αλλά εκτελείται από ορχήστρα, χωρίς λόγια. | |
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|