Αλντεμπαράν 04-11-2010 11:59 | CHARLES BAUDELAIRE
SPLEEN
Je suis comme le roi d'un pays pluvieux,
Riche, mais impuissant, jeune et pourtant très vieux,
Qui, de ses précepteurs méprisant les courbettes,
S'ennuie avec ses chiens comme avec d'autres bêtes.
Rien ne peut l'égayer, ni gibier, ni faucon,
Ni son peuple mourant en face du balcon.
Du bouffon favori la grotesque ballade
Ne distrait plus le front de ce cruel malade ;
Son lit fleurdelisé se transforme en tombeau,
Et les dames d'atour, pour qui tout prince est beau,
Ne savent plus trouver d'impudique toilette
Pour tirer un souris de ce jeune squelette.
Le savant qui lui fait de l'or n'a jamais pu
De son être extirper l'élément corrompu,
Et dans ces bains de sang qui des Romains nous viennent,
Et dont sur leurs vieux jours les puissants se souviennent,
Il n'a su réchauffer ce cadavre hébété
Où coule au lieu de sang l'eau verte du Léthé.
Είμαι σαν κάποιο βασιλιά σε μια σκοτεινή χώρα,
πλούσιον, αλλά χωρίς ισχύ, νέον, αλλά από τώρα
γέρο, που τους παιδαγωγούς φεύγει, περιφρονεί,
και την ανία του να διώξει ματαιοπονεί
μ' όσες μπαλάντες απαγγέλλει ο γελωτοποιός του.
Τίποτε δε φαιδρύνει πια το μέτωπο του αρρώστου,
ούτε οι κυρίες ημίγυμνες, που είν' έτοιμες να πουν,
αν το θελήσει, πως πολύ πολύ τον αγαπούν,
ούτε η αγέλη των σκυλιών, οι ιέρακες, το κυνήγι,
ούτε ο λαός. Προστρέχοντας, η πόρτα όταν ανοίγει.
Γίνεται μνήμα το βαρύ κρεβάτι του, κι αυτός,
χωρίς ένα χαμόγελο, σέρνεται σκελετός.
Χρυσάφι κι αν του φτιάχνουν οι σοφοί, δε θα μπορέσουν
το σαπισμένο τού είναι του στοιχείο ν' αφαιρέσουν,
και με τα αιμάτινα λουτρά, τέχνη ρωμαϊκή,
ιδιοτροπία των ισχυρών τότε γεροντική,
να δώσουνε θερμότητα σ' αυτό το πτώμα που έχει
μόνο της Λήθης το νερό στις φλέβες του και τρέχει.
Μετάφραση: Κώστας Καρυωτάκης.
5. Μελαγχολία
Είμαι σαν το βασιλιά χώρας βροχερής,
Πλούσιος, αλλά ανίσχυρος, νέος κι όμως γέρος,
Που, τις υποκλίσεις των παιδαγωγών του περιφρονεί,
Ανία νιώθει με τους σκύλους του καθώς και με τ' άλλα ζώα.
Τίποτε να τον φαιδρύνει δεν μπορεί, μήτε κυνήγι, μήτε γεράκι,
Μήτε ο λαός που μπροστά στο μπαλκόνι του πεθαίνει.
Του ευνοούμενου γελωτοποιού το γκροτέσκο τραγούδι
Δεν τέρπει πια το μέτωπο του σκληρού ασθενή·
Η κρινοκέντητη κλίνη του μεταμορφώνεται σε μνήμα,
Οι κυρίες της αυλής, που ΄λατρεύουν κάθε πρίγκηπα,
Δεν μπορούν να βρουν τολμηρές φορεσιές
Για να κερδίσουν ένα χαμόγελο απ' το νεαρό σκελετό.
Χρυσάφι κι αν φτιάχνει ο σοφός ποτέ δεν μπόρεσε
Ν' αφαιρέσει απ' το είναι του τη χαλασμένη ύλη,
Μήτε μες σ' αυτά τα αιμάτινα ρωμαϊκά λουτρά
Που οι ηγεμόνες στη γεροντική ηλικία θυμούνται,
Μπόρεσε να ξαναζεστάνει αυτό το ηλίθιο κουφάρι
Όπου αντί για αίμα στις φλέβες του κυλά
Του ποταμού της Λήθης το πράσινο νερό.
Μετάφραση Δέσπω Καρούσου, εκδόσεις Γκοβόστης
Kαι μια πειραματική δική μου, εντελώς ελεύθερη απόδοση:
Είμαι σαν ρήγας βασιλιάς σε ομιχλώδες μέρος,
βαθύπλουτος μ’ αδύναμος, νιός και από τώρα γέρος.
Βαριέται ζώα και σκυλιά, του προκαλούν ανία,
κυνήγια και βασιλικά πουλιά ,του φέρνουν αηδία
στου παλατιού του τις γιορτές δεν βρίσκει ηρεμία.
Μένει πάντ’ ανέκφραστος στα σκέρτσα των δασκάλων
κι ούτε ο λιμός αντίκρυ του τον συγκινεί των σκλάβων.
Του έμπιστου παλιάτσου του κάθε χυδαίο άσμα
μικρόν σπασμό δεν προκαλεί στ’ αρρωστημένο πλάσμα
και το κρεβάτι φέρετρο, κρινοπλεγμένο φάσμα.
Οι πόρνες πού σ’ ανάκτορα ζητάνε να χωρέσουν,
αραχνοΰφαντη στολή δεν βρίσκουν να φορέσουν,
στο λείψανο το ζωντανό ετούτο να αρέσουν.
Ανίκανη η έντεχνη του αλχημιστή μαγεία
να βγάλει απ΄ τα μέσα του την χαλασμένη ουσία.
Μηδέ το αίμα το πλωτό ρωμαϊκού οργίου,
δεν στάθηκε θερμαντικό του ηλίθιου σαρκίου,
(που κάθε γέρο-βασιλιά στοιχειώνει στα στερνά του)
μα εντός του πράσινο κυλά το ρυάκι του Θανάτου.
|