Η δόλια η κυρα Κώσταινα είχε κρυφό καμάρι
που `χε ένα γυιό στη ξενιτιά, λεβέντη παλληκάρι.
Αυτόν είχε παρηγοριά η έρημη μητέρα
και τα `ρφανά τ’ αδέρφια του αυτόν είχαν πατέρα.
Η μοίρα όμως η κακιά όταν αυτή το θέλει,
στέλνει το χάρο μια μια βραδιά και την ψυχή του παίρνει.
Τώρα η κυρα Κώσταινα τις νύχτες αγρυπνάει,
τα νεκροπούλια κράζουνε κι εκείνη τα ρωτάει.
"Σαν πέθανε ο λεβέντης μου γιατί δε μου το λέτε,
μόνο όλη νύχτα κάθεστε στην πόρτα μου και κλαίτε.
Πέστε το νεκροπούλια μου στ’ αδέρφια του να ξέρουν,
πού είναι το κιβούρι του λουλούδια να του φέρουν".