Αχ τι θα γίνει ετούτο το παιδί
έλεγε η μάνα μου κρυφά πίσω από μένα
έτσι όπως μ’ έβλεπε μονάχο να νυχτώνω
με μια hohner πίκολο στα παιδικά μου χέρια
Αχ τι θα γίνει αύριο, μες στα σκυλιά και μες στους λύκους
έτσι όπως μ’ έβλεπε μονάχο να νυχτώνω στην ταράτσα
χαμένος να κοιτάω τα πλοία που φεύγαν φωτισμένα για τα νησιά
μακριά στον Πειραιά
Όμως εγώ δεν ήθελα, ούτε τσακάλι ούτε αρνί
ούτε τσακάλι ούτε σκυλί δεν ήθελα να γίνω
ήθελα μόνο ένα δέντρο να είχα γεννηθεί
να στέκουν στη σκιά μου τα πουλιά
να στέκουν στα κλαδιά μου τα πουλιά
να τραγουδάνε της αγάπης τη γιορτή, να τραγουδάνε...
Σαν δυο μικρές αναπνοές
τα χρόνια πέρασαν
μα εγώ, ο ίδιος έμεινα
ασπρίσαν λίγο τα μαλλιά μου
σκιές βαρύνανε τα μάτια μου
ακόμα μοναχός νυχτώνω μ’ εκείνη τη βραχνή μου φυσαρμόνικα
Ακόμα φεύγουν φωτισμένα
ακόμα φεύγουν φωτισμένα
τα πλοία από τον Πειραιά
τα πλοία φωτισμένα τραβούν για τα νησιά...