σουραύλι = απο την αρχαία Ελληνική : σῦριγξ + αὐλός. Είδος λεπτής φλογέρας με ράμφος, μικρός ποιμενικός αυλός.
μπεζέρισε = απο την Τουρκική : bezer. Δυσκολεύομαι , κουράζομαι κάνοντας συνεχώς κάτι.
γλαρώνω = απο την λεξη : γλαρός ,και στην αρχαία Ελληνική : ἱλαρός . Κλείνουν τα μάτια μου από κούραση ,νυστάζω , αποκοιμιέμαι.