|
ΧΑΙΝΗΣ 21-08-2015 15:51 | Το «Ποιητής στη Νέα Υόρκη» είναι ένα βιβλίο με ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του ποιητή,για πρώτη φορά το 1940. Τα ποιήματα αυτού του βιβλίου γράφτηκαν στην πόλη της Νέας Υόρκης, το 1929-1930, όπου ο ποιητής έζησε ως φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις «Σμίλη» το 1990 σε μετάφραση Βασίλη Λαλιώτη, και το 2005 από τις εκδόσεις «Τραυλός» σε μετάφραση του Χρίστου Γούδη.
Το 1986 η δισκογραφική εταιρία CBS, τιμώντας την επέτειο των 50 χρόνων από τον θάνατο του Λόρκα, κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Poetas en Nueva York» (Poets in New York)», μια διεθνή παραγωγή που περιλαμβάνει μελοποιημένα ποιήματα από την συλλογή αυτή. Leonard Cohen, Lluis Llach, Angelo Branduardi, Victor Manuel, David Broza, Pepe και Paco De Lucia, David Broza, Raimundo Fagner και Chico Buarque, Donovan, Manfred Maurenbrecher, Patxi Andion και Μίκης Θεοδωράκης είναι οι συνθέτες που μελοποίησαν τα ποιήματα αυτά.
Το ποίημα που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης είναι το «Φεύγω για το Σαντιάγο» (ή «Son de negros en Cuba» όπως αλλιώς είναι γνωστό το ποίημα. Το τραγούδι ερμηνεύει ο Ζορζ Μουστακί και η απόδοση του ποιήματος στα ελληνικά είναι του Μιχάλη Μπουρμπούλη.
Ο ίδιος ο στιχουργός διηγείται:
Το 1986 ετοιμάζαμε με τον Μίκη Θεοδωράκη τον δίσκο που κυκλοφόρησε το 1987 με τίτλο: «Μνήμη της πέτρας» με ερμηνευτή τον Θανάσης Μωραΐτη. Τότε ήρθε ένα μήνυμα – πρόταση (το 1986) στον Έλληνα συνθέτη να συμμετάσχει σε μια παγκόσμια παραγωγή με πολλές άλλες διασημότητες. Η παραγωγή αυτή αφορούσε έναν δίσκο βασισμένο στιχουργικά στο βιβλίο του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα “Poets In New York”. Του εστάλη και η συλλογή, εκεί ήταν σημειωμένα τα ονόματα που είχαν μελοποιήσει και τραγουδήσει οι άλλοι συμμετέχοντες. Από τις σημειώσεις είδε ο Μίκης ότι μόνο ένα ποίημα δεν είχε μελοποιηθεί, το «Σαντιάγο». Μιλήσαμε, μεταφράστηκε το νόημα του ποιήματος και εγώ άρχισα να γράφω τον στίχο στην γλώσσα μας. Προχωρώντας διαπίστωσα πως το κείμενο που είχα μπροστά μου δεν έκανε για τραγούδι.
Τότε πήρα την πρωτοβουλία και με την άδεια του Μίκη, προχώρησα σε μια συμβολιστική δημιουργία με αφορμή το ΣΑΝΤΙΑΓΟ. Ήρθε και από το Παρίσι ο Ελληνογάλλος τραγουδιστής Ζωρζ Μουστακί. Τα ελληνικά του Μουστακί ήταν παράξενα, ιδιόμορφα. Έλα όμως που προσέδιδαν στην όλη εκτέλεση μια γοητευτική χροιά. Αυτό άρεσε σε όλους και το τραγούδι εγγράφηκε στην Αθήνα και μπήκε στον δίσκο όπου και υπάρχει.
Οι στίχοι με τους οποίους ο Μιχ. Μπουρμπούλης απέδωσε «συμβολιστικά» ,όπως αναφέρει. | Avellinou 23-08-2014 12:03 | Ειναι αλλο ποιημα του Λορκα που λεγεται Son de negros. No to:
Cuando llegue la luna llena
iré a Santiago de Cuba, iré a Santiago...,
en un coche de agua negra,
iré a Santiago de Cuba, iré a Santiago...
Cantarán los techos de palmera,
cuando la palma quiere ser cigüeña,
y cuando quiere ser medusa el plátano, iré a Santiago
con la rubia cabeza de Fonseca.
y con el rosal de Romeo y Julieta,
mar de papel y plata de moneda.
¡Oh Cuba! ¡Oh ritmo de semillas secas!
¡Oh cintura caliente y gota de madera!
¡Arpa de troncos vivos, caimán, flor de tabaco!
Siempre dije que yo iría a Santiago.
En un coche de agua negra.
Iré a Santiago de Cuba,
iré a Santiago.
Brisa y alcohol en las ruedas,
iré a Santiago.
Mi coral en la tiniebla,
iré a Santiago.
El mar ahogado en la arena,
iré a Santiago.
Calor blanco y fruta muerta,
iré a Santiago.
¡Oh bovino frescor de cañaveral! | Avellinou 15-08-2014 18:42 | Μαλλον πρόκειται μοναχα για συμπτωση τιτλου.
Ο Λορκα εγραψε ενα ποημα που τιτλοφορείται Σαντιαγο αλλα αυτο δεν εχει καμμια σχεση με το πάνω κειμενο. Δε βρισκω ουτε ενα στιχο οχι πια μεταφρασμενο αλλα ουτε καν εμπνευσμενο απο το Σαντιαγο του Λορκα. Και το κλιμα των δυο ποιηματων ειναι εντελως διαφορετικό, εντονα ερωτικό στη δηθεν μεταφραση, και καπως ονειροπαρμενο στο δηθεν πρωτότυπο, οπου μιλαει για την αφελή πίστη στις λαικες ισπανικές παραδώσεις σε σχεση με τον Αποστολο Ιάκωβο και το δρόμο του στον ουρανο (Δρόμος του Ιακοβου λἐγεται ο Γαλαξίας, γιατι καθως λενε δειχνει στους προσκυνητες το δρομο για την πολη που ιδρυθηκε υστερα απο το ευρημα του λειψανου του Αποσπολου στον VII αι. μ Χ). Η παράδοση λεει οτι ο Αγιος Ιάκωβος βοηθουσε τους χριστιανους να πολεμανε τους άραβες για να τους διωξουν απο την Νοτια Ισπανία.
Αντιγραφω τα λογια του Λορκα με μια δικη μου προσπαθεια μεταφρασης των πρωτων στροφων που αρκει να επιδειχνονται αυτα που μολις εἰπα, δηλαδη οτι μου φαίνεται αδυνατο να εχει βγει το πανω κειμενο απο το ποιημα του Λορκα.
Esta noche ha pasado Santiago
su camino de luz en el cielo.
Lo comentan los niños jugando
con el agua de un cauce sereno.
Αυτή τη βραδιά πέρασε ο Αη Ιάκωβος
το δρὀμο του στον ουρανό.
Ετσι λενε τα παιδιἀ παιίζοντας
με το νερό ενός ησυχου ρευματος.
¿Dónde va el peregrino celeste
por el claro infinito sendero?
Va a la aurora que brilla en el fondo
en caballo blanco como el hielo.
Πού παει ο αυρανιος προσκυνητης
στο καθαριο κι απεραντο μονοπατι?
Πηγαινει στην αυγη που λάμπει στο βάθος
πανω στο άλογό του, ασπρο σαν παγο.
¡Niños chicos, cantad en el prado
horadando con risas al viento!
Μικρά παιδιά, τραγουδατε στο χορταρι
τρυπωνοντας με γελια τον αερα.
Dice un hombre que ha visto a Santiago
en tropel con doscientos guerreros;
iban todos cubiertos de luces,
con guirnaldas de verdes luceros,
y el caballo que monta Santiago
era un astro de brillos intensos.
Λεει καποιος οτι ειδε τον Ιάκωβο
σε φουσατο με διακοσιους νοματους.
Πηγαινουν ολοι καλυμμενοι με φωτα,
με στεφανια απο πράσινους φωστηρες
και το ατι που καβαλικευει ο Ιάκωβος
ηταν αστρο αστραφτερό.
Dice el hombre que cuenta la historia
que en la noche dormida se oyeron
tremolar plateado de alas
que en sus ondas llevóse el silencio.
¿Qué sería que el río paróse?
Eran ángeles los caballeros.
¡Niños chicos, cantad en el prado.
horadando con risas al viento!
Es la noche de luna menguante.
¡Escuchad! ¿Qué se siente en el cielo,
que los grillos refuerzan sus cuerdas
y dan voces los perros vegueros?
Madre abuela, ¿cuál es el camino,
madre abuela, que yo no lo veo?
Mira bien y verás una cinta
de polvillo harinoso y espeso,
un borrón que parece de plata
o de nácar. ¿Lo ves?
Ya lo veo.
Madre abuela. ¿Dónde está Santiago?
Por allí marcha con su cortejo,
la cabeza llena de plumajes
y de perlas muy finas el cuerpo,
con la luna rendida a sus plantas,
con el sol escondido en el pecho.
Esta noche en la vega se escuchan
los relatos brumosos del cuento.
¡Niños chicos, cantad en el prado,
horadando con risas al viento!
Una vieja que vive muy pobre
en la parte más alta del pueblo,
que posee una rueca inservible,
una virgen y dos gatos negros,
mientras hace la ruda calceta
con sus secos y temblones dedos,
rodeada de buenas comadres
y de sucios chiquillos traviesos,
en la paz de la noche tranquila,
con las sierras perdidas en negro,
va contando con ritmos tardíos
la visión que ella tuvo en sus tiempos.
Ella vio en una noche lejana
como ésta, sin ruidos ni vientos,
el apóstol Santiago en persona,
peregrino en la tierra del cielo.
Y comadre, ¿cómo iba vestido?
le preguntan dos voces a un tiempo.
Con bordón de esmeraldas y perlas
y una túnica de terciopelo.
Cuando hubo pasado la puerta,
mis palomas sus alas tendieron,
y mi perro, que estaba dormido,
fue tras él sus pisadas lamiendo.
Era dulce el Apóstol divino,
más aún que la luna de enero.
A su paso dejó por la senda
un olor de azucena y de incienso.
Y comadre, ¿no le dijo nada?
la preguntan dos voces a un tiempo.
Al pasar me miró sonriente
y una estrella dejóme aquí dentro.
¿Dónde tienes guardada esa estrella?
la pregunta un chiquillo travieso.
¿Se ha apagado, dijéronle otros,
como cosa de un encantamiento?
No, hijos míos, la estrella relumbra,
que en el alma clavada 1a llevo.
¿Cómo son las estrellas aquí?
Hijo mío, igual que en el cielo.
Siga, siga la vieja comadre.
¿Dónde iba el glorioso viajero?
Se perdió por aquellas montañas
con mis blancas palomas y el perro.
Pero llena dejome la casa
de rosales y de jazmineros,
y las uvas verdes en la parra
maduraron, y mi troje lleno
encontré la siguiente mañana.
Todo obra del Apóstol bueno.
¡Grande suerte que tuvo, comadre!
sermonean dos voces a un tiempo.
Los chiquillos están ya dormidos
y los campos en hondo silencio.
¡Niños chicos, pensad en Santiago
por los turbios caminos del sueño!
¡Noche clara, finales de julio!
¡Ha pasado Santiago en el cielo!
La tristeza que tiene mi alma,
por el blanco camino la dejo,
para ver si la encuentran los niños
y en el agua la vayan hundiendo,
para ver si en la noche estrellada
a muy lejos la llevan los vientos.
| |
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|