Ένας κουντός κουντούτσικους μάνε μ’μανούλα μ’
παίρνει όμορφη γυναίκα μαρ’αντριωμένους που ήταν.
Κι μες τη στάχτη σκάλιζε μάνε μ’μανούλα μ’
βρίσκει ένα βελονάκι μαρ’αντριωμένους που ήταν
Κι πάν’ στην πλάτη τόριξε μάνε μ’μανούλα μ’
στο μάστορη το πάει μαρ’αντριωμένους που ήταν.
Να κάνει πλάβα και τσαπί μάνε μ’μανούλα μ’
και κοφτερό σκεπάρι μαρ’αντριωμένους που ήταν’.
Τραγούδι, που με ελαφρές αποκλίσεις στην εξιστόρηση, χάνεται στα βάθη του χρόνου. Απαντάται ,και σε διαφορετικούς ρυθμούς , σε όλη την Ελληνική επικράτεια.
''πλάβα'' = Η ποταμόβαρκα,η βαλτόβαρκα, η πλατυπύθμενη βάρκα.
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο