ΚυρΓιαννης 16-09-2020 02:34 | Έβρεξεν μες στην αυλήν μου τz̆ι έπαιζα με τα πηλά
(=Έβρεξε μες στην αυλή μου κι έπαιζα με τις λάσπες)
τz̆ι είδα μέσα ’πού το χώμαν θκυο ματούθκια γελαστά - θκυο ματούθκια γελαστά
(=κι είδα μέσα από το χώμα δυο ματάκια γελαστά)
Ήταν έναν σκουλουκούιν τz̆ι ήταν όπως την κλωστήν
(=ήταν ένα σκουληκάκι και ήταν όπως μια κλωστή)
ήβρεν μιαν μιτσ̆ιάν τρυπούαν τz̆ι επροσπάθαν να χωστεί - τz̆ι επροσπάθαν να χωστεί
(=βρήκε μια μικρή τρυπίτσα και προσπαθούσε να κρυφτεί)
Σκουλουκούιν, σκουλουκούιν (=σκουληκάκι, σκουληκάκι)
πού πάεις χωρίς βρακούιν (=πού πας χωρίς βρακάκι)
έμπα μέσα στην φουλιάν σου (=μπες μέσα στη φωλιά σου)
μεν πονήσεις τα λαιμά σου (=μην πονέσεις τα λαιμά σου)
Έπιασα το ’πού τον νούρον, το φιλούιν το μιτσίν
(=τό ’πιασα από την ουρά του, το φιλαράκι το μικρό)
έπαιξα λλίον μητά του τz̆ι έκλεισα το στο ποτσίν - τz̆ι έκλεισα το στο ποτσίν
(=έπαιξα λίγο μαζί του και το έκλεισα στο μπουκάλι)
Τz̆ι ήρτεν έσσω η αρφή μου τz̆ι έμπηξεν τες παουρκές
(=κι ήρθε στο σπίτι η αδερφή μου κι έμπηξε τις φωνές)
είπεν το τz̆ιαι του τz̆υρού μου τz̆ι έδωκεν μου πατσαρκές - τz̆ι έδωκεν μου πατσαρκές
(=το είπε και στον μπαμπά μου και μου έδωσε μπάτσες)
Σκουλουκούιν, σκουλουκούιν (=σκουληκάκι, σκουληκάκι)
εννά σγάψω έναν λουκκούιν (=θεννά σκάψω ένα λακάκι)
μες στην λάνταν να σε χώσω (=μες στη λακούβα/λιμνούλα να σε χώσω)
τον πελάν για να γλιτώσω (=από τον μπελά για να γλιτώσω) |