|
Στίχοι: Παραδοσιακό
Μουσική: Παραδοσιακό
Πάσα ταχύ με το δροσιό π’ ανοίγει το ζουμπούλι,
αφουκραστείτε να σας πω του Αρκαδιού τραγούδι.
Τραγούδι να το μάθετε τ’ αφθιά σας να γροικούνε,
το πρόσωπό σας να γελά όταν το τραγουδούνε.
Βεζύρη Μουσταφά Πασσά με την πολύ σου γνώσι,
που φώνιαξες των Κρητικώ τζεβάπι να των δώσης.
─Παιδιά μου, Κρητικόπουλα και Τούρκοι Κρητικοί μου,
τ’ Αρκάδι να χαλάσετε να σιάξ’ η γιόρεξί μου.
─Ετούτο δα ζητούσαμε, Αφέντη του Ραμπή μας,
τ’ Αρκάδι να χαλάσωμε να γιάν’ η γιόρεξί μας.
Αλή! Σε βάνωμεν ομπρός εις τα δεξιά μας μέρη,
σύρε το ζουλφικάρι σου και κάμε μας κερέμι.
Κι όντεν εξεκινούσανε ελέγαν οι καϋμένοι:
─Ραμπή μ’ ας το χαλάσωμε να βγούμε κερδεμένοι.
Ο ’Γούμενος εμήνυσε του Κορωνιού να σώση,
κ’ εκείνος εφοβήθηκε μεντάτι να του δώση.
Και πάλι ξαναμήνυσε ’ς τ’ Αρκάδι για να πάσι,
κ’ εκείνοι δεν ηθέλανε να κατεβούν ψιχάλι.
Ο ’Γούμενος των είπενε, βαστάτε, μη φοβάστε,
μα η Μοσκοβιά να κατεβη τ’ Αρκάδι δε χαλάται.
Να ιδής τερτίπια τ’ Αρκαδιού να ιδής και τση μπουμπάρδες,
να ιδής πώς τσ’ αρχινούσινε οι γιάντρες τση καβγάδες.
Την Τρίτη το ξημέρωμα εζώσανε τ’ Αρκάδι,
κι ο ’Γούμενος ως τ’ άκουσε τον έπιασενε ζάλη.
─Ω! Παναγία Δέσποινα και Άγιε μας Λευθέρι,
και πρόφταξε τον Κορωνιό να μασε φέρ’ ασκέρι
Κι ο Κορωνιός επρόβαλε από τ’ Αρμού τη μπάντα
μα είδε την Τουρκιά πολλή και πιάνει τον τρομάρα.
Και μια βολιά επαίξανε κ’ ερρίξα την καντήλα,
απού τονε του ’Γούμενου κοντά εις τ’ άγιο βήμα.
Εννιά βολιαίς επαίξανε κ’ εσείστηκε τ’ Αρκάδι,
κι ο ’Γούμενος των είπενε: ─Ας δώσωμενε ράι.
Άσπρη μπαδιέρα βγάλανε, ’πο μέσ’ απού τ’ Αρκάδι,
ζητούνε να μουτίσουνε να δώσουνε και ράι.
Κάνει ο Πασσάς δεν τη θωρεί, τ’ ασκέρι του ξανοίγει,
δε θα γλιτώσει χριστιανός εδά που η πόρτ’ ανοίγει.
─Ω Παναγία Δέσποινα έλα και βούηθιξέ μας,
και φόβο μεγαλύτερο δεν είδαμε ποτέ μας.
Κι ο ’Γούμενος των είπενε: ούλοι συχωρεθήτε,
κι απού τ’ Αρκάδι ζωντανοί δεν είστε για να βγήτε.
Αλλάχ, Αλλάχ! Φωνιάζουνε κ’ επαίξανε τα τόπια,
με δεκαπέντε μπουρμπαδές εσπάσανε την πόρτα.
Αλλάχ, Αλλάχ, φωνιάξανε, ομπρός οι Μυσιρλίδες,
και εις τ’ Αρκάδι μπήκανε απ’ ούλους τσ’ ασκερλίδες.
Αλλάχ, Αλλάχ, φωνιάξανε κ’ εσύραν τα σπαθάκια,
και γουργουλές εγείνηκε το αίμα ’ς τα κελάκια.
Μα σαν εσύραν τα σουγγιά ’ς την τράπεζ’ από κάτω,
ούλο τ’ Αρκάδι εσείστηκε και το νερό βρουχάτο.
Σαν είδαν κι απολπίστηκαν πολλοί που ’τον ’ς την Κέλλα,
δίδουν του μπαρουθιού φωθιά και πάνε ’ς τον αέρα.
Ούλος ο κόσμος σείστηκε, φωθιά, καπνός, ντουμάνι,
κ’ επήγαν Τούρκοι, Μυσιρλοί κι ούλοι οι ντουσουμάνοι.
Κ’ η γης απού ’τον πράσινη με χόρτα στολισμένη,
εδά ’νε με τα αίματα ούλη μπογιαντισμένη.
Του Γούμενου την κεφαλή εσύραν ’ς το καντάρι,
κ’ εβγήκε δεκατέσσερεις κ’ έναν εκατοστάρι.
Μουσσίρι Μουσταφά Πασσά γράψε το ’ς το Ντοβλέτη,
πως είσαι τ’ Αρκαδιού Γαζής και το ’καμες κιεφέτι.
(Καθ’ υπαγόρευσιν της Νεοφωτίστου Μαρίας Π. Βλαστού.)
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: 80% (3 ψήφοι) Αναγνώσεις: 5246 Σχόλια: 1 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|