|
Στίχοι: Παραδοσιακό
Μουσική: Παραδοσιακό
Καράβι που κιντύνευγε στσι Κόρφους στα Σαντάλια
Σαρανταδυό πηχώ ’τανε κ’ είχε και χίλιους μέσα,
Κ’ είχε Ρωμιό πραματευτή και Τούρκο καπετάνιο,
Κ’ είχε και τρεις ναυτόπουλους που τους καιρούς γνωρίζαν.
Ο γεις γνωρίζει το ταχύ, κι άλλος το μεσονύχτι
Κι ο τρίτος ο καλύτερος πότε θα ξημερώσει.
Παιζογελώντα ’νέβαινε, κλαίοντας κατεβαίνει.
«Τι έχεις μωρέ ναυτόπουλε και κλαις και κατεβαίνεις;»
«─Τα είδα καπετάνιο μου ο θιός να μην τα φέρει
Είδα την πούλια κ’ ήστραψε και το φεγγάρι εχάθη!»
Τάσσουν οκάδες το κερί, τσουβάλια το λιβάνι
Και με το βουϊδοτούλουμο να κουβαλούν το λάδι.
Ένα μικρό ναυτόπουλο δεν ήκανε χαλάλι.
Σαράντα ώρες κολυμπά, σαράντα ώρες κλαίει
Κι απάνω στη σαρανταριά σέρνει φωνή μεγάλη:
«Πάνε φωνή στση μάνας μου στση σκύλας τσ’ αδερφής μου,
στση σκύλας τση ξαδέρφης μου και στσ’ αγαπητικής μου,
πε τως το πώς παντρεύτηκα, πως πήρα μια γυναίκα.
Πήρα την πλάκα πεθερά, τη μαύρη γης γυναίκα
Τα χοχλακούδια του γιαλού, αδέρφια κι αξαδέρφια».
Παίρνει η μάνα το γιαλό κ’ η αδερφή τον άμμο
Βρίσκουν το μπερτσεδάκι ντου σ’ ένα χαράκι απάνω.
«Καταραμένη θάλασσα, καταραμένο κύμα,
ήπνιξες τ’ αδερφάκι μου, κοντό δεν είναι κρίμα;»
|
 |  |  |  |  |  | | Στατιστικά στοιχεία | |  | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 959 Σχόλια: 0 Αφιερώσεις: 0
| |  | | | |  |
|