|
Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
Μουσική: Αμελοποίητα
Ήσυχοι ήμασταν, ας πούμε,
εδώ που λαχε να ζούμε
μες στη ζέστη την ογρή
μες στη Μέση Ανατολή.
Φούσκωνε και το ποτάμι,
φούσκωναν και τα μυαλά
κι ήμασταν σαν το καλάμι
Στην παχιά ακροποταμιά.
όταν ήρθανε οι αντάρτες
με πιστόλες και με χάρτες
να ταράξουν τη ζωή μας.
Ήρθε ο Ρούκος ήρθε ο Ντύμας,
ο Καρτάλης με τον Πύρο,
κι ο Δεσπότης με τον Τζίρο,
και τους βάλαν στ’ αψηλά
με χαφιέδες και δροσιά
να θυμούνται τα βουνά.
«Τι γυρεύουν; Τι γυρεύουν;»
Φώναζαν στις παροικίες.
«Τι γυρεύουν; Τι γυρεύουν;»
φώναζαν στις νταχαμπίες.
«Ποιος τους έφερε δω-πέρα
Να μας πάρουν τον αέρα;»
«Μην τους φέραν οι Συμμάχοι;»
«Αλλ’ αυτοί μας αγαπούν
και δε θέλουν την αμάχη
στους λαούς που πολεμούν
για να ζήσει η ανθρωπότη
Έξω απ’ της σκλαβιάς τα σκότη».
«Μην τους φέραν οι Αραπάδες
Για να πάρουνε μπαξίσι;»
«Αδερφέ μου, οι Ελληνάδες
που γλεντούν σε κάθε κρίση,
αυτοί πάλι βρήκαν κάτι
να μας κόψουν το ραχάτι».
Κίτρινος και σιωπηλός
όταν τον ρωτήσουν κάτι,
μ΄ένα νεκρωμένο μάτι
τους κοιτάει και τους ρωτά:
«Που τα βρήκατε όλα αυτά;
τι ΄ναι αυτός ο λουκουμάς;
άρτζι μπούρτζι και λουλάς,
πράσινα άλογα και θειάφι,
δεν τ’ αφήνετε στο ράφι
με μια τρύπια κατσαρόλα,
μ’ ένα πράσο, με μια φόλα
μολονότι ορθόν θα ήτονα
να ρωτήστε και το γείτονα,
να ρωτήστε το χασάπη,
να ρωτήστε τον αράπη
που πουλάει ζεστά σουδάνια
καλοχώνευτα και σπάνια».
Οι αντάρτες σαν τον είδαν
πήγε να τους φύγει η βίδα.
Μέρα-νύχτα συζητούσαν,
μέρα-νύχτα πολεμούσαν
για να βρούνε κάποια λύση
στης Ανατολής την κρίση
που ήταν πια μασκαραλίκι.
Μα οι Εγγλέζοι που τους θρέφαν
χωρίς να πλερώνουν νοίκι,
έπαψαν να παίζουν πρέφα
και σα να μοιραζαν κόλλυβα
τους εμάζεψαν αθόρυβα
και τους στείλανε ξανά
στα ψηλά τους τα βουνά.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 1306 Σχόλια: 0 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|