Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132131 Τραγούδια, 269839 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Ο Χάροντας      
 
Στίχοι:  
Παραδοσιακό
Μουσική:  
Παραδοσιακό


Ο Χάρος μαύρα φόρισε, μαύρον καβαλλιτζιεύκει

τζι’ στο στενόν της Μαρικκούς επήεν τζιαι πεζεύκει.

Τζι΄η στράτα του που παρπατεί, εν άσπρη σαν το σεντόνιν,

τζιαι τζιείνος που την παρπατεί, εν του μεινήσκουν γρόνοι.

- Άννοιξε, Μαρικ’ άννοιξε τζι έσσω σου ήρταν ξένοι.

Εσείστην τζιαι λυήστηκεν τζιαι πήεν να τ΄αννοίξη.

- Καλώς ήρτεν η Μαρικκού, τ’ αππάριν να δκιανέψη,

καλώς ήρτεν η Μαρικκού, τ΄αππάριν να ταΐση,

νάσσιει κριθάριν έτοιμον, να πα να του κουτσίση

τζιαι άμαν κόψη την ταΐν, να πα να το ποτίση.

- Εμέν η μάνα μου εν μ’ έσσιει αππάρκα να δκιανεύκω,

εμέν η μάνα μου εν’ μ’ έσσιει, αππάρκα να ταΐζω,

νάχω κριθάριν έτοιμον, να πα να τους κουτσίζω,

τζιαι άμαν κόψουν την ταΐν, να πα να τους ποτίζω!

Εμέν η μάνα μ΄ώσσιει με μαντήλια να κεντίζω.

- Τζιαι να χαρής τζιαι, Μαρικκού, κέντα μου΄ναν μαντήλιν.

- Φέρ΄μου παννίν, φέρ΄μου μαλλίν, τζι εγιώ να σου κεντήσω.

- Εγιώ πού νάβρω το μαλλίν, εν είμαι χανουτάρης,

εγιώ πού νάβρω το παννίν, εν είμαι ανεφαντάρης.

Εγιώ είμαι ο Χάροντας, τζι’ ήρτα για να σε πάρω.

- Έλα τζιαι πε μου, ίντα λο'ς, τζιαι εγιώ να σου κεντήσω.

- Θέλω την γήν με τα δεντρά, τον ουρανόν με τ΄άστρα.

- Τζιαι Χάροντα μου, να χαρής, χαρισ’ μου σαράντα μέρες,

την αλλαήν μου πούραψα, νύφφη να τη φωρήσω,

τζιαι πκιον που τζιαχαμαί τζιαι τζιει, στον Άδην ας την λύσω.

Ο Χάρος μαύρα φόρισε, μαύρον καβαλλιτζιεύκει

τζι΄εις στο στενόν της Μαρικκούς επήεν και πεζεύκει.

Τζι΄η στράτα του που παρπατεί, εν άσπρη σαν το σεντόνιν,

τζιαι τζιείνος που την παρπατεί, εν του μεινήσκουν γρόνοι.

- Άννοιξε, Μαρικ’ άννοιξε τζι έσσω σου ήρταν ξένοι.

Εσείστην τζιαι λυήστηκεν τζιαι πήεν να τ΄αννοίξη.

- Καλώς ήρτεν ο Χάροντας τ΄αππάριν να δκιανέψω,

καλώς ήρτεν ο Χάροντας, τ΄αππάριν να ταΐσω,

έχω κριθάριν έτοιμον, να πα να του κουτσίσω,

τζ΄άμαν κόψη την ταΐν, να πα να το ποτίσω.

- Εσέν η μάνα σ΄έσσιει σε, αππάρκα να ταΐζης;

Εσέν, η μάνα σου έσσιει σε, μαντήλια να κεντίζης!

Εσείστην τζιαι λυήστηκεν τζι΄επήεν στο σεντούτζιν,

την χαντζιαρκάν του έφαεν τζι΄έτρεμεν σαν λουλλούτζιν.

Η μάνα της τζι΄ο τζιύρης της επήαν να καλέσουν,

για νάρτουν νοστοπάντρευτοι τζιαι νοστοπαντρεμένοι.

Τζι΄ανέφανεν η μάνα της τζι΄έρκετουν που την δύσιν,

βρίσκει την κόρην άρρωστην τζι΄εν μπορ’ να συντήσσιει.

- Τζιαι μη κακόν σου, κόρη μου, να τζιεφαλοπονήσης,

την τζιεφαλήν σου την γρουσήν, μαντήλιν να την δίσης!

- Μανά! Αν έρτ’ ο χαρτωμένος μου να μεν του μολοήσης,

τζιαι μεσ’ την τσάμπραν τη μιτζιάν, βάρτου για να δειπνήσει.

Η μάνα σαν επήκασεν, ελούθην του κλαμάτου,

μαύρην σημαίαν έβαλεν στην άκρην του κλημάτου.

Νάσου τον χαρτωμένον της τζ΄έρκετουν που την δύσιν,

μ’ εξήντα λαουτάριες τζι εξήντα χορευτάες,

μ’ εξηντα δκυό βκιολάριες, τζι εξήντα μουσικάες,

τζι άλλους εξήντα ταπισόν, πνευματικούς παπάες.

- Πάψετε λαουτάρηες, πάψετε χορευτάες,

μαύρη σημαία φαίνεται στην άκρην του κλημάτου,

για η πεθθερά μου πέθανεν, για τζι΄εν ο πεθερρός μου,

για που τ΄αδέρκια μου, θαρρώ, στον Άδην εκατέβην.

- Τζι’ έλα γαμπρούλλη μου να δης, το σπλαχνικό σου ταΐριν!

- Μμά δε σου είπουν, α, μανά, να μεν με μολοήσης;

Τωρά που με μολόησες καρτέρα, «πκιός να ζήση».

Έσσιυψεν τζιαι εφίλησεν δκυό μμάδκια καμμυμένα,

έσσιυψεν τζιαι εφίλησεν δκυό σσιέρκα κουλλουρένα.

Ήταν τζιαι όμορφος πολλά, ήταν τζιαι παλληκάριν,

τζι΄εβάσταν εις την κόξαν του μασσιαίριν τζιαι φικάριν.

Τραβά το που την κουρίαν του, κατέβην ως τ΄αφφάλιν.

Επήραν τους τζι΄εθάψαν τους στον Άϊν Κωνσταντίνον,

γίνην η νέα λεμονιά, τζι ο νέος τζιυπαρίσσιν,

τζιαι κάθ, Αγιάν Παρασσιευκήν, εγύρναν τζιαι φιλιούνταν.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 676
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   NOCTOC @ 27-11-2016


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο