|
Στίχοι: Παραδοσιακό
Μουσική: Παραδοσιακό
Ο Χάρος μαύρα φόρισε, μαύρον καβαλλιτζιεύκει
τζι’ στο στενόν της Μαρικκούς επήεν τζιαι πεζεύκει.
Τζι΄η στράτα του που παρπατεί, εν άσπρη σαν το σεντόνιν,
τζιαι τζιείνος που την παρπατεί, εν του μεινήσκουν γρόνοι.
- Άννοιξε, Μαρικ’ άννοιξε τζι έσσω σου ήρταν ξένοι.
Εσείστην τζιαι λυήστηκεν τζιαι πήεν να τ΄αννοίξη.
- Καλώς ήρτεν η Μαρικκού, τ’ αππάριν να δκιανέψη,
καλώς ήρτεν η Μαρικκού, τ΄αππάριν να ταΐση,
νάσσιει κριθάριν έτοιμον, να πα να του κουτσίση
τζιαι άμαν κόψη την ταΐν, να πα να το ποτίση.
- Εμέν η μάνα μου εν μ’ έσσιει αππάρκα να δκιανεύκω,
εμέν η μάνα μου εν’ μ’ έσσιει, αππάρκα να ταΐζω,
νάχω κριθάριν έτοιμον, να πα να τους κουτσίζω,
τζιαι άμαν κόψουν την ταΐν, να πα να τους ποτίζω!
Εμέν η μάνα μ΄ώσσιει με μαντήλια να κεντίζω.
- Τζιαι να χαρής τζιαι, Μαρικκού, κέντα μου΄ναν μαντήλιν.
- Φέρ΄μου παννίν, φέρ΄μου μαλλίν, τζι εγιώ να σου κεντήσω.
- Εγιώ πού νάβρω το μαλλίν, εν είμαι χανουτάρης,
εγιώ πού νάβρω το παννίν, εν είμαι ανεφαντάρης.
Εγιώ είμαι ο Χάροντας, τζι’ ήρτα για να σε πάρω.
- Έλα τζιαι πε μου, ίντα λο'ς, τζιαι εγιώ να σου κεντήσω.
- Θέλω την γήν με τα δεντρά, τον ουρανόν με τ΄άστρα.
- Τζιαι Χάροντα μου, να χαρής, χαρισ’ μου σαράντα μέρες,
την αλλαήν μου πούραψα, νύφφη να τη φωρήσω,
τζιαι πκιον που τζιαχαμαί τζιαι τζιει, στον Άδην ας την λύσω.
Ο Χάρος μαύρα φόρισε, μαύρον καβαλλιτζιεύκει
τζι΄εις στο στενόν της Μαρικκούς επήεν και πεζεύκει.
Τζι΄η στράτα του που παρπατεί, εν άσπρη σαν το σεντόνιν,
τζιαι τζιείνος που την παρπατεί, εν του μεινήσκουν γρόνοι.
- Άννοιξε, Μαρικ’ άννοιξε τζι έσσω σου ήρταν ξένοι.
Εσείστην τζιαι λυήστηκεν τζιαι πήεν να τ΄αννοίξη.
- Καλώς ήρτεν ο Χάροντας τ΄αππάριν να δκιανέψω,
καλώς ήρτεν ο Χάροντας, τ΄αππάριν να ταΐσω,
έχω κριθάριν έτοιμον, να πα να του κουτσίσω,
τζ΄άμαν κόψη την ταΐν, να πα να το ποτίσω.
- Εσέν η μάνα σ΄έσσιει σε, αππάρκα να ταΐζης;
Εσέν, η μάνα σου έσσιει σε, μαντήλια να κεντίζης!
Εσείστην τζιαι λυήστηκεν τζι΄επήεν στο σεντούτζιν,
την χαντζιαρκάν του έφαεν τζι΄έτρεμεν σαν λουλλούτζιν.
Η μάνα της τζι΄ο τζιύρης της επήαν να καλέσουν,
για νάρτουν νοστοπάντρευτοι τζιαι νοστοπαντρεμένοι.
Τζι΄ανέφανεν η μάνα της τζι΄έρκετουν που την δύσιν,
βρίσκει την κόρην άρρωστην τζι΄εν μπορ’ να συντήσσιει.
- Τζιαι μη κακόν σου, κόρη μου, να τζιεφαλοπονήσης,
την τζιεφαλήν σου την γρουσήν, μαντήλιν να την δίσης!
- Μανά! Αν έρτ’ ο χαρτωμένος μου να μεν του μολοήσης,
τζιαι μεσ’ την τσάμπραν τη μιτζιάν, βάρτου για να δειπνήσει.
Η μάνα σαν επήκασεν, ελούθην του κλαμάτου,
μαύρην σημαίαν έβαλεν στην άκρην του κλημάτου.
Νάσου τον χαρτωμένον της τζ΄έρκετουν που την δύσιν,
μ’ εξήντα λαουτάριες τζι εξήντα χορευτάες,
μ’ εξηντα δκυό βκιολάριες, τζι εξήντα μουσικάες,
τζι άλλους εξήντα ταπισόν, πνευματικούς παπάες.
- Πάψετε λαουτάρηες, πάψετε χορευτάες,
μαύρη σημαία φαίνεται στην άκρην του κλημάτου,
για η πεθθερά μου πέθανεν, για τζι΄εν ο πεθερρός μου,
για που τ΄αδέρκια μου, θαρρώ, στον Άδην εκατέβην.
- Τζι’ έλα γαμπρούλλη μου να δης, το σπλαχνικό σου ταΐριν!
- Μμά δε σου είπουν, α, μανά, να μεν με μολοήσης;
Τωρά που με μολόησες καρτέρα, «πκιός να ζήση».
Έσσιυψεν τζιαι εφίλησεν δκυό μμάδκια καμμυμένα,
έσσιυψεν τζιαι εφίλησεν δκυό σσιέρκα κουλλουρένα.
Ήταν τζιαι όμορφος πολλά, ήταν τζιαι παλληκάριν,
τζι΄εβάσταν εις την κόξαν του μασσιαίριν τζιαι φικάριν.
Τραβά το που την κουρίαν του, κατέβην ως τ΄αφφάλιν.
Επήραν τους τζι΄εθάψαν τους στον Άϊν Κωνσταντίνον,
γίνην η νέα λεμονιά, τζι ο νέος τζιυπαρίσσιν,
τζιαι κάθ, Αγιάν Παρασσιευκήν, εγύρναν τζιαι φιλιούνταν.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 676 Σχόλια: 0 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|