Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131918 Τραγούδια, 269726 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Η Χριστινού της Θερμοκρήνης      
 
Στίχοι:  
Παραδοσιακό
Μουσική:  
Παραδοσιακό


Χριστινού μου ώμορφη, άσπρη μου περιστέρα,

που πήρασιν το νάμιν σου οι καζαντζήες πέρα.

Που τ΄αγροικά τζ’ ο βασιλιάς καράϊν αρματώνει ,

εν έσσει γληορήττερον περίτου που το βόλιν.

Τζείνοι ξηβαρκαρίζουνται εις το Λατζίν της Πόλις.

Ώστη να βκω τ΄ανήφορο πάνω την Τριμηθούσαν

τζιαί το κονάτζιν κάμνουν το την νύκτα μεσ΄την Δρούσιαν.

Μα τ΄άστρη, μα τον ουρανόν, μα την Αγιάν Ερήνην,

σηκώννουνται που το πορνόν τζιαί παν στην Θερμοκρήνην.

- Ώρα καλή σου, θκειέ παπά, ώρα καλή τζιαί γεια σου,

πο’ καμες κόρην ώμορφην μάσσιαλλα τζι άφτονα σου.

- Μα τ΄αστρη μα τον ουρανόν, μα το γρυσόν φεγγάριν,

εγιώνι κόρην εν έχω, παρά’ ναν παλλικάριν.

- Το παλλικάριν που ένι;

- Επήεν στο ζευκάριν, σσίζει την γην με τ΄άροτρον τζιαί βάλλει την σιτάριν.

- Τζιαί τα χωράφκια που ένι;

- Εν εις το Καμάριν*

- Τζιαί πκιάστε μου τον τζύρ παπάν τζιαί χαλινώστε μου τον,

τζιαί ράψετε τ’ αμμάδκια του τρεις δίπλες το μετάξιν

τζιαί ράψετε τ’ σσείλη του τρεις δίπλες το ραφίνιν,

τζιαί βάρτε εις τους νώμους του τρεις δίπλες το μολύβιν

τζιαί βάρτε εις τα σσέρκα του καννιά πελετζημένα.

Η κόρη εν εβάσταξεν κάστια του τζυρού της.

Εσείστην τζι ελυΐστηκεν τζι ήρτεν στο παναθύριν.

Τζ΄οι δκυό την είδαν τζι είπαν το τζ’ οι τρεις το μουρμουρούσιν.

- Ε την αφέντη μου ππασσιά, την κόρην που λαλούσιν,

την κόρην που λαλούσασιν τζιαί που σου προξενούσιν.

- Βάρτε σανίδκια σκαλωσσές να κατεβή η κόρη,

να κατεβ΄η Σουλτάνγκατη να μπη μεσ’ το περβόλιν.

Τζιαί ξαπολούσιντον παπάν τζιαί πάσιν εις την κόρην,

τζιαί ηύβραν την τζι εκάθετουν σε μιαν γρυσήν τσαέραν

τζι εσφόντιζεν τ΄αμμάθκια της με μιαν ψιλήν παρπέραν*.

Τζιαί βκάλλουν τα παπούτσια της, φορούν της σσερεπέκλια*

τζιαί βκάλλουν τα τζεμπέρκα της , μαντίζουν την σεντόνιν.

Τζιαί πκιάννουν σσίλλιοι απ’ ομπρός τζιαί σσίλλιοι που τα πίσω

τζιαί σσίλλιοι απού τα πλευρά, να μεν της φέγγει ο ήλιος.

Τζιαί πολοάτ ’ η Χριστινού τζιαί τούτο ναν τους λέει :

- Πέρτε μου λλίην πομονήν, λλίην καρτερωσύνην,

πέρκι νεφάν΄η μάνα μου για να μου παραντζείλη.

Τζι ανέφανεν η μάνα της ως τα βιζιά σσισμένη,

τζι ετρώαν τζι εχορτάνανσιν τρεις σσύλλοι πεινασμένοι.

- Παρά τζιαί κλέω κόρη μου, με Τούρκον αρμασμένη,

νήεν σε κλέω κόρη μου στην μαύρην γην θαμμένην.

-Πρέπει μανά, να σσαίρεσαι τζιαί να βαστάς μανιέραν*,

πο ’ καμες κόρην ώμορφην του βασιλιά που πέρα.

Τα ρούχα που μου έκεμες, μάνα για να μ΄αρμάσης,

άψε λαμπρον τζιαί κρούσε τα, μον’ έτσι έννα πνάσης.

Έσσετε γειαν γλυτζιά βουνά τζιαί δέντρη με τον ανθό σας

τζι εσείς καλές γειτόνισσες σσαίρεστε το χωρκό σας.

Έσσετε γειαν γλυτζιά βουνά τζιαί δέντρη με τους κλόνους,

τζι εσείς καλές γειτόνισσες σσαίρεστε τους γειτόνους.

Έσσετε γειαν γλυτζιά βουνά τζιαί κλίνη μου που ππέφτω,

τζι εγιώ ίσα πάω η φτωσσή τζι αδδής πκοιόν αν έρτω.

Αρπάσσουν την που τζεί χαμαί τζιαί παν σαν τα μελλίσια,

τζι επήραν την τζι ερέξαν την απού τα Τζυπαρίσσια*.

Αρπάσσουν την που τζεί χαμαί τζιαί παν τσιμπίν* περίτου,
επήραν την τζι’ ερέξαν την που τα στενά της Κρήτου.

Αρπάσσουν την που τζεί χαμαί τζι επήαν με την βέραν*,

επήραν την τζι ερέξαν την που τα στενά της Τέρα.

Αρπάσσουν την που τζεί χαμαί τζι επήαν γιάλι -άλι,

επήραν την τζι ερέξαν την που το Αρκοκαλάμιν*.

Τζείνη εγύρεψεν νερόν μέσα πο΄ναν ποτάμιν,

επκιάσαν τζι εποτίσαν τη με την αποκαλάμην.

Τζι αρπάσσουν την που τζει χαμαί τζιαί παν με το σεΐριν*,

επήραν την τζι ερέξαν την που πάνω στο γιοφύριν.

Τζιαί πκιάννουν την που τζεί χαμαί τζιαί πάσιν με τον κόλιν*,

επήραν την τζι ερέξαν την, τζείνην που μέσ΄στην Πόλιν*.

Εν έσσει γληορόττερον περίτου που το βόλιν,

τζιαί τζείνην εβαρκάραν την που το Λατσίν της Πόλι.

Επήασιν να πάρουσιν του βασιλιά μαντήλιν,

σσίλλια γρυσά τους έδωσεν για τζείνον το χαττίριν.

Επήραν την τζι εκάτσαν την σαν το κοκκόν ομπρός του,

ξησκούλλησεν* την να την δη τζι εθάμπωσεν το φως του.

Τζιαί πολοάται τζιαί λαλεί με την γλυτζιάν φωνήν της :

- Νου αξαγιού νερόν θέλω εγιώνι να ποτίσω,

την μάναν μου, τον τζύριν μου για να τους κετσιντίσω*.

Χάρισμαν τους τα Πότιμα, τα Κούκλια τζι Ασσέλλια,

όσα βρεθούν αφεντικά, ας εν δικά τους τέλεια.


Καταγράφηκε στο χωριό Αρόδες

23 Οκτωβρίου 1922
Αφηγητής : Ασήμ Μουλλά Οσμάν


Γλωσσάρι

* Το καμάριν είναι τοπωνυμία μεταξύ Χρυσοχούς και Τέρας
* Η παρπέρα είναι μουσουλμανική μαντήλα
* Τα σσερεπέκλια είναι παπούτσια για οθωμανές

* Η μανιέρα είναι η υπεριφάνια

* Τα Τζυπαρίσσια είναι τοπωνυμία μεταξύ Θερμοκρήνης και Κρήτους
* Το τσιμπίν είναι παφίτικη λέξη και σημαίνει λίγο
* Η βέρα είναι παφίτικη λέξη και σημαίνει τρόπος ή συμπεριφορά
* Το Αρκοκαλάμιν είναι τοπωνυμία της περιοχής

* Το σεΐριν είναι τουρκική λέξη και σημαίνει ευθυμία

* Ο κόλις είναι απόσπασμα χωροφυλακής
* Εννοεί την Πόλιν της Χρυσοχούς

* Ξησκούλλησεν είναι παφίτικη λέξη και σημαίνει απεκάλυψε το πρόσωπο
* Κετσιντίσω σημαίνει συντηρήσω




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 601
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   NOCTOC @ 28-11-2016


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο