Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131918 Τραγούδια, 269726 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Το άσμα της Χρηστινούς: κυπριακό ακριτικό τραγούδι      
 
Στίχοι:  
Παραδοσιακό
Μουσική:  
Παραδοσιακό


Μια Χρηστινού φουμίστηκε* τον Χάρον εν φοάται
γιατ’ εν τα σπίτια της ψηλά κι άντρας της παλληκάρι,
και κειά εις τα μεσάνυχτα ο Χάρος της εγγίζει,
σηκόννεται που το πωρνόν, κάτι ψηλά κογγίζει:*
«Μάνα, την κεφαλλούλαν μου· μάνα, την κεφαλήν μου.»
«Και με καλόν σου, Χρηστινού, να καιφαλοπονήσεις,
την κεφαλήν σου την χρουσήν μαντήλιν να την δήσης.»
«Μάνα, κι αν έρτη ο Κωνσταντάς δος του την αρραώνα·
μεν του την δώσης γλήορα κι αρπάξης την καργιάν του.»
Και νά σου και τον Κωνσταντάν κ’ ερκεται κααλλάρης,
κρατεί τον όφιν που το φτιν, * τον δράκον που τα νύχια.
«Και γεια σου, γεια σου, πεθθερά, και πού `ν’ η Χρηστινού μου,
η Χρηστινού τα μμάδκια μου, το φως των αμμαδκιών μου,
να τη φιλήσω μιαν και δυο να σβήση το λαμπρόν μου;»
«Και πέζα πέζα, * Κωνσταντά, κι άλλον τσιμπίν* ιφτάννει.
Τώρα ΄πλυνα, τώρα ΄λούσα, τώρα ΄σκαμμάτισά* την,
στην εκκλησιάν την έπεψα με τες γειτόνισσές της.»
Χτυπά σκαλιάν του μαύρου του, στην εκκλησιάν και πάει,
κι από μακριά τες χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
«Τίνος εν τούν΄το θαφειόν*, τίνος εν τούτ΄η λύπη,
τίνος εν τουν* το λείψανον που ξέβην που το σπίτι;»
Όσοι τον ααπούσασιν είπαν του ένι ξένον,
όσοι τον εμισούσασιν είπαν του «εν δικόν σου».
Γονάτισε κ’ εφίλησε δυο μμάδια καμμυμένα, *
γονάτισε κ’ εφίλησε δυο χείλη κουρελλένα, *
γονάτισε κ’ εφίλησε δυο χέρκα κουλλουρένα.*
Επολοήθην κ’ είπεν τους και λέει και λαλεί τους:
«Κάμετε τόπον, άρκοντες, και τόπον οι παπάες,
και χωρισιάν, διακόπουλα, να σκύψω που εν η κόρη.»
Τανά* εις την κοξούλλαν του βρίσκι αρκυρόν θηκάριν
και μέσ’ τ’ αρκυροθήκαρον βρίσκει γρουσόν μαχαίριν.
Στον ουρανόν το έσυρεν, στο χέριν του το δέχτη,
και πάλε ξανασύρνει το, εις το φλαγκίν* του μπήχτη.
Και τουν τον λόον είπεν τους και λέει και λαλεί τους:
«Σγιόν* κείνης κλάει μάνα της ας κλαίη κιη δική μου,
σγιόν κείνης κλαίν τ’ αέρφια της ας κλαίν και τα δικά μου,
ας κάμνουν τα μνημόσυνα κ’ οι δυο συμπεθθεράδες,
ας τρων κι ας μακαρίζουσι για μένα και για κείνην.»
Επιάσασι κ’ εθάψαν τους τους δυο σ’ ένα κιούριν, *
βλαστά της κόρης λεμονιά, του παίδιου κυπαρίσσιν,
και κάθ΄Αγίαν Κερκακήν κι Ανάστασιν ημέραν
εσκύβαν κι εφιλούσασιν σαν ήτουν μαθημένα.
Δυο λυερές ερέσσασι* και πάσιν να γεμώσουν,
από τον τάφον ρέσσουσιν που θάφτηκεν η κόρη,
είδασι κ’ επιστέψασι μιαν τοιαύτην χάριν.
Εδίκλησαν* εις τον Θεόν και τουν τον λόον είπαν:
«Δόξαν να ΄χης, γλυκέ Θεέ, πού `σαι στα ψηλωμένα,
όπου γιγνώσκεις τα κρυφά και τα φανερωμένα·
όπως τα κάμναν ζωντανά, κάμνουν τα ποθαμμένα.»
Ο Άδης πολοήθηκε, τούτον τον λόον λέει:
«Περάστε, κόρες λυερές, άμετε στην δουλειάν σας,
κι εμείς ψυχήν εν που ΄χαμεν σαν και την αφεντιάν σας.»
Κείνους πρέπει μακάριση κ’ εμέναν τ’ ως πολλά τε,
κι αν έχετε γλυκύν κρασίν πρέπει να μας κερνάτε.

Γλωσσάρι κυπριακής διαλέκτου

φουμίστηκε = καυχήθηκε, κογγίζει = βογκάει, φτιν = αυτί, πέζα= πέζεψε, κι άλλον τσιμπίν = λίγη ώρα ακόμη, σκαμμάτισα = ξέβγαλα, θαφειόν = κηδεία, τουν*= τούτον, καμμυμένα = κλεισμένα, κουρελλένα = κοραλλένια, κουλλουρένα = αφράτα σαν κουλούρια, τανά*= απλώνει το χέρι, φλαγκίν = συκώτι, σγιόν = όπως, κιούριν = κιβούρι ή μνήμα, ερέσσασι = περνούσαν, εδίκλησαν = έστρεψαν το βλέμμα.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 434
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   NOCTOC @ 28-11-2016


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο