Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132374 Τραγούδια, 270347 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Η κυρά Φροσύνη Άσμα Τέταρτον      
 
Στίχοι:  
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Ήλθεν η ώρα η στερνή, ήλθεν η αγωνία
κι εκίνησ’ ο Ιγνάτιος στη φυλακή να πάγει.
Με τι καρδιά θα τες ειδεί, με τι καρδιά θα κλείσει
τόσα και τόσα βλέφαρα και πώς θα ν’ απομείνει

ν’ ακούσει τόσους στεναγμούς και τόσ’ απελπισία!
Χίλιες φορές εσήκωσε στον ουρανό το βλέμμα
κι επαρακάλεσε θερμά τον Πλάστη να του δώσει
βοήθεια και δύναμη να τες παρηγορήσει.
Σιωπηλός ακολουθεί οπίσω του κι ο διάκος

και του βαστά το θυμιατό και τα ιερά τα σκεύη.
Μοσχοβολάει ο λίβανος και φαίνετ’ ο καπνός του
μες στο σκοτάδι της νυκτός σαν άλλος γαλαξίας.
Ανέβαινε, ανέβαινε και λες πως σημαδεύει
το δρόμο που θα τρέξουνε τόσες ψυχές απόψε.

Η μυρωδιά του εξύπνησε τη χήρα στο κρεβάτι,
τη θυγατέρα πο `ρφανή την άφηκεν η μάνα,
και τον πατέρα πο `θαψε μονάκριβο παιδί του.
Και στεναγμοί και δάκρυα χίλιες ευχές και σχώρια
ακούς να ψιθυρίζονται, κρυφά να συνοδεύουν
το θυμιατό που εσήμαινε την ώρα του θανάτου.

"Διάκε μου, σύρε, χτύπησε, φώναξε να σ’ ανοίξουν
κι αν σε ρωτήσουν τι ζητείς, πρόφερε τὄνομά μου".

Άνοιξε η θύρα διάπλατη κι εχτύπησε με βία
ζερβιά δεξιά για να δεχθεί, ν’ αφήσει να περάσει

το θείο Δισκοπότηρο, το Λυτρωτή του κόσμου.
Αχνός, αχνός σα λείψανο επρόβαλε ο Ταχήρης
και σιωπηλός εκίνησε να δείξει στο Δεσπότη
πού καρτερούν οι Δεκαφτά με την Κυρά Φροσύνη.
Το πάτημά του σταματά, σπρώχνει μ’ ορμή κι ανοίγει.

Σκύφτ’ ο Δεσπότης και περνά, τον ακλουθάει ο διάκος.
Κι ενώ ο Ταχήρ εξάπλωσε το χέρι του να κλείσει
τη θύρα, που μισάνοιχτη χάσκει σα στόμα λύκου,
βραχνά φωνάζει: "Ιγνάτιε, λίγος καιρός σου μένει!"
Οι μαύρες όταν άκουσαν τ’ όνομα του Δεσπότη,

επέταξαν τριγύρω του, εμπρός του γονατιζουν
τα ράσα του Ιγνάτιου, τα χέρια του φιλούνε,
γλυκά τον ονομάζουνε, γυρεύουν την ευχή του.

Ιγνάτιος
Γιατί, Φροσύνη μου, και συ δεν έρχεσαι σιμά μου;
Δεν είμ’ εγώ πατέρας σου; Δε με γνωρίζεις πλέον;
Έλα, παιδί μου, μη φοβού, είν’ έσπλαχνος ο Πλάστης,
Δε βλέπεις; Μ’ έστειλε σ’ εσέ άνοιξε την ψυχή σου
και ρίξ’ εδώ στα στήθη μου τα πάθη σου, Φροσύνη.

Αγγελικό μειδίαμα στα χείλη του Δεσπότη
ανέτειλε κι εφώτισε τη δύστυχη τη Φρόσω.
Εσταύρωσε τα χέρια της, το μέτωπό της σκύφτει
και γονατιζει καταγής. Πώς τρέμει! πώς σπαράζει!

Φροσύνη
Δεσπότη μου, πνεματικέ, ραγίζετ’ η καρδιά μου.
Πώς θα σου ειπώ το κρίμα μου και συ πώς θα τ’ ακούσεις!
Επίστευες η Φρόσω σου ν’ αφήσει τα παιδιά της,
να λησμονήσει το Θεό, του γάμου το στεφάνι,
και να δοθεί στην αγκαλιά, Δεσπότη, του Μουχτάρη;
Άλλο δεν έχω να σου πω... Θεέ μου, σχώρεσέ με!

Ιγνάτιος
Είναι μεγάλο, φοβερό το κρίμα σου, παιδί μου.
Φροσύνη, πώς ημπόρεσες ώς τώρα να βαστάξεις
τέτοιο σκορπιό στα στήθη σου και τέτοιο μαύρον Άδη!
Εγώ σ’ ανάθρεψα μικρή, σ’ εφύλαξα κρυμμένη
σαν να `μουνα πατέρας σου, και τώρα πού σε βρίσκω!
Αρνήθηκες τον άντρα σου. Τα δυο σου τ’ αγγελούδια
σέρνονται μες στα Γιάννινα. Ο κόσμος τα κοιτάζει,

τα δείχνει με το δάχτυλο, σκληρά τα καταριέται.
Και συ, και συ στη μέθη σου και μες στην αμαρτια,
και στη χαρά, στα πλούτη σου, ποτέ δεν τα θυμήθης.
Μια νύχτα που τα τύφλωσεν η πείνα κι η ορφάνια,
τα `δερνε τ’ ανεμόβροχο, το χιόνι, το χαλάζι,

χωρίς να ξεύρουν τ’ άχαρα σου χτύπησαν τη θύρα.
Σου φώναξαν, σου γύρεψαν, παιδί μου, ελεημοσύνη,
έν’ απλοχέρι άχερο να στρώσουν για κρεβάτι,
κι ένας σου σκλάβος όρμησε και τα `διωξε σα σκύλος,
μήπως οι κλάψες, οι φωνές τον ύπνο σου ταράξουν.

Παιδί μου, πώς δεν τ’ άκουσες! Και ποιά, και ποια μητέρα,
Φροσύνη, δεν εξύπνησε στο θρήνο του παιδιού της;

Φροσύνη
Ελέησόν με, Πλάστη μου! Πάτερα μου, εσπλαχνία!

Ιγνάτιος
Και πώς, και πώς λησμόνησες ότ’ ήσουν Ελληνίδα
κι αγάπησες του Αλήπασα, Φροσύνη μου, το τέκνο.
Τα χέρια που εμαρτύρεψαν και σφάζουν την Ελλάδα,
την Ήπειρο, τη μάνα σου, Φροσύνη, πώς τ’ αφήκες
επάνω σου να εγγίσουνε και να σε φαρμακώσουν;

Χίλιες φορές σα σ’ έπαιρνα εδώ στα γόνατά μου
και σ’ έσφιγγα στα στήθη μου, Φροσύνη μου, δε σου `πα
πως θά `λθει μέρα και καιρός και συ να γίνεις μάνα
και σ’ όρκιζα να θυμηθείς, να θρέψεις τα παιδιά σου
ποτιζοντάς τα κάθ’ αυγή ευχές για την πατρίδα
και μίσος, μίσος άσπονδο, κατάρες και φαρμάκι
για κείνους που τη σάρκα της ξεσχίζουν και πατούνε;

Φροσύνη
Ελέησόν με, Κύριε! Πατέρα μου, εσπλαχνία!

Ιγνάτιος
Και συ, και συ τους έδωκες, παιδί μου, την καρδιά σου
τους έδωκες το αίμα σου, τα μητρικά σου σπλάχνα,
αίμα και σπλάχνα ελληνικά, να τα μολύνει ο Τούρκος!...
Και πώς δεν εφοβήθηκες μη μέσα σου φυτρώσει

κανένα τέρας φοβερό, καμιά μεγάλη φλόγα
και βγει στον κόσμο σα σπαθί και κάψει και θερίσει
και ειδείς, και ειδείς την Ήπειρο, Φροσύνη, σκοτωμένη
από τα χέρια του παιδιού π’ ανάθρεψ’ η κοιλιά σου;
Μας ελυπήθηκε ο Θεός! Τ’ αλλόφυλο το αίμα

φύτρο, καρπό δεν έδωκε κι έμεινε πάντα στείρο.
Εσώθηκε το γένος μου, έμεινε της φυλής μου
αμίαντη και καθαρή η σάρκα και το πνεύμα.
Φροσύνη, τ’ είναι πο `καμες; πώς ετυφλώθεις τόσο;

Φροσύνη
Ελέησόν με, Κύριε! Πατέρα μου, εσπλαχνία!

Ιγνάτιος
Είναι μεγάλο, φοβερό το κρίμα σου, παιδί μου,
και μόνο το μαρτύριο δύναται να το πλύνει.
Φροσύνη μου, το δέχεσαι μ’ αγάπη, χωρίς πίκρα;
Θέλεις να ειδείς τον ουρανό; Κοίταξε, σε προσμένει
με τες αγκάλες ανοιχτές η μάνα του Θεού μας.

Φροσύνη
Ελέησόν με, Κύριε! Πατέρα μου, το θέλω.

Ιγνάτιος
Θέλεις να ειδείς, Φροσύνη μου, τη μαύρη σου μητέρα,
που τόσο την επίκρανες, και να την αγκαλιάσεις;

Φροσύνη
Το θέλω, ναι, πατέρα μου, σπλαχνίσου μου, το θέλω.

Ιγνάτιος
Θεέ μου πολυέλεε, επίβλεψον και ίδε
την τόσην της μετάνοιαν και δέξου τηνε, Πλάστη!
Δέξου κι αυτές τες δύστυχες και παρηγόρησέ τες!

Το πετραχήλι εσήκωσε, επάνω των το ρίχνει
και ψιθυρίζει την ευχή για τους ψυχορραγούντας,
παίρνει το δισκοπότηρο στα χέρια του ο Δεσπότης,

ο διάκος εγονάτισε, το "Μνήσθητι μου" ψάλλει
και λάμπει, λάμπ’ η φυλακή κι αναγαλλιάζει ο κόσμος.
Στου δείπνου το μυστήριο προσέρχετ’ η Φροσύνη...
"Σχωρέσατέ την, Χριστιανοί". —"Ο Θεός να την σχωρέσει".
Εμοίρασε ο Ιγνάτιος με τη χρυσή λαβίδα,

που αστράφτει μες στα δάχτυλα, το άφθαρτο το Σώμα,
το Αίμα το σωτήριο. Μυρίζει το λιβάνι...
Αγιάσανε κι οι Δεκαεφτά με την Κυρά Φροσύνη.

Ιγνάτιος
Παιδιά μου, μη δειλιάσετε! Ελάτε να σας δώσω
το ύστερό μου το φιλί. Η ώρα πλησιάζει.

Ευτυχισμένες! Του Θεού το πρόσωπο θα ειδείτε!
Παρακαλέστε τον για με, ειπέτε του, Φροσύνη,
να θυμηθεί, να σπλαχνισθεί τη μαύρη την Ελλάδα...

Άνοιξε η θύρα κι ο Ταχήρ πάλε βραχνά φωνάζει:
"Δεσπότη, η ώρα επέρασε, είναι καιρός να φύγεις!"

Ιγνάτιος
Παιδιά μου... ακόμη ένα φιλί... φθάνει, παιδιά μου, φθάνει...
Φροσύνη, το μαρτύριο απόψε θα σ’ αγιάσει
Μη λυπηθείτε τη ζωή, μη χύσετ’ ένα δάκρυ...
Αν αγαπάτε το Χριστό... αν ήσαστε Ελληνίδες...

Έφυγεν ο Ιγνάτιος έμειναν μόνες... μόνες.

Στη θύρα στέκεται ο Ταχήρ, σα Χάρος που προσμένει,
και κάθε μια με τ’ όνομα τες προσκαλεί να βγούνε.
Προβαίνουν δυο, προβαίνουν τρεις, προβαίνουν πέντε, δέκα,
προβαίνουνε κι οι Δεκαφτά με την Κυρά Φροσύνη.
Και τες μετρά σαν πρόβατα, χτυπώντας στα κεφάλια
τ’ αφορεσμένο δάχτυλο, που ανεβοκατεβαίνει.
Ήσαν σωστές... δεν έλειπε καμιά φυλακωμένη.

Αφήκανε τη φυλακή. Τα χείλη των ανοίγουν
να καταπιούνε τη δροσιά, που επάνω των ραντιζει,
σαν αγιασμόν ουράνιο, του φίλου των το χέρι.

Όλα τ’ αστέρια λάμπουνε, δείχνουνε τη χαρά τους.
Δεν ανασαίνει ο άνεμος, φοβείται να φυσήσει,
μη σηκωθούνε σύγνεφα και σβήσουνε τα φώτα.
Τα ζωντανά τα λείψανα, η μαύρη λιτανεία
ακολουθεί το δρόμο της πάντα μ’ αργό το βήμα.

Ακόμη δεν εφάνηκε στα μάτια των η λίμνη...
Και περπατούν, και περπατούν... και κάθε λίγο ρίχνουν
κρυφά κρυφά τα βλέμματα, να ιδούν μες στο σκοτάδι
κανένα πρόσωπο γλυκό, ν’ ακούσουν ένα σχώριο.
Ανοίγ’ ένα παράθυρο, δε φαίνεται ποιος είναι

άκουσαν λίγα δάκρυα που εστάζανε στο χώμα,
και μια φωνούλα μυστική, που τες σχωρά και σβηέται.
Ο ουρανός τες έβλεπε, τες συνοδεύει πάντα
και κάπου κάπου πέφτουνε στο δρόμο τους τ’ αστέρια,
λες και τες ρίχνουνε φιλιά, λες και τες χαιρετούνε.

Ακολουθούσε ύστερη απ’ όλες η Φροσύνη,
αχνή, αχνή κι αδύνατη από την κακοπάθεια.
Σιμά της έστεκε ο Ταχήρ, ο μαύρος άγγελός της,
και την ρωτά αν απόστασε, αν θέλει να καθίσει.

Ταχήρ
Φροσύνη, πώς δε μου μιλείς και πώς δε με κοιτάζεις;
τι κρίμα τέτοιο πρόσωπο, τι κρίμα τέτοια κάλλη
να τα χαρούνε τα νερά, τα κύματα της λίμνης!
Γιατί, Φροσύνη, δεν ακούς τα λόγια του Βιζίρη;
Σ’ αγάπησεν ο δύστυχος, σό `δωκε την καρδιά του,
τα πλούτη του, τη δόξα του, σου εφίλησε τα πόδια,

και συ τον καταφρόνεσες! Πες μου, Φροσύνη, πες μου,
όλες αυτές που θα `λθουνε μαζί με σε στο μνήμα,
κι αφήνουν άνδρα και παιδιά, γιατι δεν τες λυπάσαι;
Μ’ ένανε λόγο σου γλυκό, μ’ ένα χαμόγελό σου
θα βρει τη μάνα το παιδί, που νηστικό προσμένει

μες στην κουνιά το γάλα του και σκούζει πεινασμένο.
Και συ, Φροσύνη μου εύμορφη, όσο να φέξει η μέρα,
στο θρόνο σου θα κάθεσαι και δούλο σου θα μ’ έχεις.
Φροσύνη, πώς δε μου μιλείς και πώς δε με κοιτάζεις;

Φροσύνη
Ελέησόν με, Κύριε, και μη με παραιτήσεις!

Ταχήρ
Γιατί, γιατί να `σαι σκληρή, να μη ψυχοπονιέσαι
τόσα κρεβάτια νυφικά, π’ απόψε θα χηρέψουν!
Κοίταξ’ εκείνη τη μικρή μες στα λευκά ενδυμένη,
είν’ η Ελένη σου η πιστή, που τόσο σ’ αγαπούσε!
Λυπήσου την, Φροσύνη μου. τι κρίμα, τα μαλλιά της

να μη στολίσει ολόχρυσο του γάμου το στεφάνι!
Κι εκείν’ η άλλη, πο `ρχεται σιμ’ από την Ελένη,
είν’ η γλυκιά ξαδέλφη σου, η συνονόματή σου.
Ο Μήτρος την αγάπησε, την έκλεψ’ ένα βράδυ
και συ την εστεφάνωσες, δεν έκλεισ’ ένας χρόνος.

Γιά ιδές τηνε, τα χέρια της πώς τα `χει σταυρωμένα,
πώς περπατεί περίλυπη και πώς κοιτάζει πάντα
τα στήθη της, Φροσύνη μου, λευκά, λευκά σα χιόνι.
Μέσα στα σπλάχνα της χτυπά το πρώτο το παιδί της,
ω! χάρισέ της τη ζωή, Φροσύνη, μ’ ένα λόγο.

Η μαύρη είν’ ετοιμόγεννη! Γιατι να μην ακούσει
κι αυτή τα χείλη του παιδιού τη ρώγα της να σφίξουν;...
Φροσύνη, πώς δε μου μιλείς και πώς δε με κοιτάζεις;

Φροσύνη
Κυρά Παρθένε, βόηθα με, έλα, Χριστέ, σιμά μου!

Ταχήρ
Για ειδές, γιά ειδές τον ουρανό, γιά κοίταξε τη φύση,

Φροσύνη, πώς είν’ εύμορφη. Γιατι να την αφήσεις;
Στο μνήμα που σε καρτερεί δε λάμπει το φεγγάρι
και δε λαλούνε τα πουλιά, τα δένδρα δεν ανθίζουν.
Εκεί δεν είναι κιτριές, δεν είναι πικροδάφνες,
δροσιά δεν πέφτει την αυγή, ποτέ δεν ξημερώνει.

Ύπνος χωρίς ονείρατα και κρύο και σκοτάδι
και μαύρο χώμα κι ερπετά θα να `χεις συντροφιά σου.
Χάρου, Φροσύνη, τη ζωή, την ευμορφιά σου χάρου!
Φροσύνη
Κυρά Παρθένε, βόηθα με, έλα, Χριστέ, σιμά μου!

Ταχήρ
Χάρου, Φροσύνη, τη ζωή, χάρου και τα παιδιά σου
και μη τ’ αφήσεις ορφανά στη γη να παραδέρνουν.
Εσύ δεν τα λυπήθηκες κι ο κόσμος θα τα κλάψει;
Θέλεις, Φροσύνη, να `ρχονται γυμνά και πεινασμένα
με τες φωνές να σε ξυπνούν το βράδυ στ’ ακρογιάλι;
Θέλεις ν’ ακούς τα κύματα να γρούζουν, να μουγκρίζουν

και να χτυπούν τα πόδια τους με λύσσα, να τα δέρνουν,
όταν θα τρέχουνε κρυφά στο βράχο λιμασμένα
ελεημοσύνη να ζητούν μιαν έρμη πεταλίδα;
Κι ενώ θα πέφτουν λαίμαργα μ’ ορμή να την αρπάξουν
στα δάχτυλά τους, αχαμνά απ’ τη μεγάλη νήστεια,

θέλεις, Φροσύνη, από μακρά ν’ ακούς εκειά τα μαύρα
να δέρνονται, να βλασφημούν ποιο να την πρωτοπάρει,
και να δαγκούν τα χέρια τους και να σε καταριώνται
και να φωνάζουν δυνατά μ’ απελπισμένο στόμα:
"Αφορεσμένη μάνα μας, κατάδικη Φροσύνη,
πώς δε βαστάς τα κύματα να μη μας πολεμούνε,
να `βρομε να χορτάσομε την πείνα που μας τρώγει;"
Χάρου, Φροσύνη, τη ζωή, χάρου και τα παιδιά σου!

Φροσύνη
Κυρά Παρθένε, βόηθα με, λυπήσου με τη μαύρη!

Ταχήρ
Τα βλέφαρά σου σήκωσε και κοίταξε, Φροσύνη.

Γιά ειδές η λίμνη εφάνηκε. Μην είσαι αποσταμένη;
Εδώ, που τρέχει το νερό, μη θέλεις να καθίσεις
να πάρεις λίγη ανάπαυση, το στόμα να δροσίσεις;

Φροσύνη
Όχι, Ταχήρ, σ’ ευχαριστώ είναι νερό στη λίμνη
κι ετάχτηκα στη Δέσποινα μ’ αυτό να ξεδιψάσω.

Δαγκά τα χείλη του ο Ταχήρ, τα αιμάτωσε και στάζουν.
Εκοίταξε τον ουρανό και τρίζοντας τα δόντια
τον άκουσε που εμούγκρισεν η Φρόσω κι εφοβήθη.

Ταχήρ
Γιατι, γιατι δε μ’ έκαμες της λίμνης ένα κύμα,
να ξεθυμάνω επάνω της τη λύσσα που με τρώγει!

Να καταπιώ τη σάρκα της και να χαθώ μαζί της
βαθιά μέσα στην άβυσσο, να μη το μάθει ο κόσμος
πως μια γυναίκα αδύνατη και μισοπεθαμένη
ενίκησε τα δυο θεριά κι επάτησε τον Άδη;

Και περπατούν, και περπατούν πάντα μ’ αργό το βήμα
και βγαίνουν απ’ τα Γιάννινα και παίρνουν τα χορτάρια.
Κοιμάται η φύσις ήσυχη, τα δένδρα, τα λουλούδια
εκλείσανε τα φύλλα τους, δε βλέπουν ποιοί περνούνε
τους φαίνεται σαν όνειρο η μαύρη λιτανεία,
που επέρασε στον ίσκιο τους, χωρίς να τα ξυπνήσει.

Κανείς δεν τες απάντησε. Βουβάθηκεν ο κόσμος,
ούτε φλογέρα πιστικού ακούεται στα πλάγια,
ούτε προβάτου βέλασμα, ούτε πουλιού τραγούδι...
τι συμφορά να διάβηκεν εκείθε, τι κατάρα,
κι ενέκρωσε κι εσκότωσε κι ερήμαξε τη φύση;...

Παίζει το μάτι του Ταχήρ και πίσω από μια φράχτη
βλέπει σαν ένα φάντασμα μες στα κλαδιά κρυμμένο.
Καθώς γνωρίζει τ’ άλογο τη νύχτα μες στο λόγγο
από μακρά το πάτημα, τη μυρωδιά του λύκου,
κι ανατριχιάζει, σταματά και σκιάζεται και τρέμει,
έτσι γνωρίζει κι ο Ταχήρ τον ίσκιο του Βιζίρη.

Ακίνητος σαν το θεριό, που καρτερεί κυνήγι,
έστεκεν ο Αλήπασας να ειδεί που θα περάσουν.
Ετέντωσε τα μάτια του κι εφέξανε τ’ αγκάθια.
Έχει σιμά του δυο παιδιά φτωχά και λαμπασμένα
και τα κρατεί σφιχτά σφιχτά, μη τύχει και του φύγουν.
Σαν είδε που επλησίασαν, σκύφτει κρυφά και λέγει:

Αλής
Βλέπετ’ εκείνες, που περνούν μες στ’ άσπρα φορεμένες,
με τα μαλλιά των ξέπλεγα και μ’ ελαφρό το βήμα;
Είναι νεράιδες πο `κλεψαν τη μάνα σας, παιδιά μου

και τηνε σέρνουν, την τραβούν στη λίμνη να την κρύψουν.
Φωνάξετέ της δυνατά, μη φύγουν και γλιτώσει.

Κι εκείνα τα κακότυχα, που τα `χε ξεγελάσει
και τα `φερε τη μάνα τους σκληρά να μαρτυρέψουν,
επίστεψαν τα λόγια του κι εφώναξαν τα μαύρα:
"Αφήστε τη μανούλά μας, πού πάτε τη Φροσύνη;"
Σπαθί, μαχαίρι φτερωτό, επέταξ’ η φωνή τους
κι επλήγωσε μες στην καρδιά τη δύστυχη τη Φρόσω.
Εγνώρισε τα σπλάχνα της, έμεινε παγωμένη.
Ρίχνει μιαν ύστερη ματιά στον ουρανό και πέφτει.

Κυρά Παρθένε, δέξου την, απέθανε η Φροσύνη.
Ακούει το χτύπο ο Αλήπασας, πετιέται από τη φράχτη
κι αφήνει έρμα τα παιδιά και μοναχά στο λόγγο.
Σκούζουν εκείνα, φεύγουνε, πού να κρυφτούν δεν ξεύρουν
τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, τρέχουν επάνω κάτω,
τρυπώνουνε τα δύστυχα σε μια κουφάλα δένδρου,
σφιχτά σφιχτά αγκαλιάζονται, παρακαλούν να φέξει.

Αλής
Ταχήρ, Ταχήρ, πώς δε μιλεί, πώς δε χτυπά η καρδιά της;

Ταχήρ
Οι πεθαμένοι είναι βουβοί, δεν έχουν καρδιοχτύπι.

Αλής
Ταχήρ, δεν αναστέναξε; δεν έχυσ’ ένα δάκρυ;

Ταχήρ
Βιζίρη, δεν την άκουσα... έχει στεγνά τα μάτια.

Αλής
Ταχήρη, την εκέντησες να ειδείς αν βγάνει αίμα;
Ταχήρ
Βιζίρη, την εκέντησα, δεν έβγαλε ρανίδα.

Την έβλεπε ο Αλήπασας και μαύρος από πείσμα
με το ποδάρι του χτυπά τα παγωμένα στήθη.
Και τόσο, τόσο τα πατεί, τόσο βαριά τα θλίβει,
π’ ακούστηκε σα βογκητό να βγαίνει από το πτώμα.
Κρυφή χαρά τού επλάτυνε τα λαίμαργα τα χείλη
και βλασφημάει ο άθεος και λέγει του Ταχήρη:

Αλής
Πάρ’ τηνε τώρα, ρίξε την, να τηνε φάγει ο Άδης.
Την άκουσα που εστέναξεν, ας είν’ και πεθαμένη.
Εκεί στην άκρη καρτερώ ν’ ακούσω να χτυπήσει
μες στο νερό το σώμα της. Πάρ’ τηνε... φύγε... χάσου.

Άφωνες οι κατάδικες με τρόμο, με λαχτάρα,
το φοβερό μαρτύριο τηράνε της Φροσύνης.
Είδανε τον Αλήπασα, που τηνε παραστέκει,
και δεν τολμούν οι δύστυχες να τρέξουν να της δώσουν
ούτε το ύστερο φιλί, τα μάτια της να κλείσουν.
Τη χαιρετούν από μακρά και την παρακαλούνε
να καρτερέσει μια στιγμή όλες μαζί να φύγουν.

Ακολουθεί το δρόμο της η νεκρική κηδεία.
Ακόμη λίγο περπατεί και βλέπει στ’ ακρογιάλι,
που εμαύριζεν από μακρά έν’ αραμένο ξύλο.
Σιμά των έρχεται ο Ταχήρ, το πτώμα φορτωμένος,
και με κατάρες άσπλαχνες τες σπρώχνει και τες βιάζει.

Φθάνουν στην άκρη του γιαλού τρεις, τέσσαροι φονιάδες
που επρόσμεναν από βραδύς, τες παίρνουν, τες φορτώνουν.
Εμβήκε μέσα κι ο Ταχήρ και μ’ ένα μόνον νεύμα
χτυπούν το κύμα τα κουπιά και χάνεται το ξύλο.
Εκοίταζαν οι δύστυχες τον κόσμο, που τες φεύγει,

και δεν μπορούν να κρύψουνε τα δάκρυά των πλέον.
Θυμώνται τον Ιγνάτιο, θυμώνται τα κρεβάτια,
το σαστικό, τον άντρα των, την ευμορφιά, τη νιότη...
Κλάψετε, μαύρες, κλάψετε, κι ο Πλάστης σάς σχωράει!
Φαίνονται μες στα σύγνεφα οι κορυφές του Πίνδου

κάτασπρες σαν τα στήθη των, αγνές σαν την καρδιά των.
Γέρνουν, θωρούν τα κύματα, λες και μετρούν το βάθος,
που χάσκει, χάσκει αχόρταγο σαν του Αλή το στόμα.
Πόσες φορές, σαν ήτανε μικρές μικρές παιδούλες,
στη λίμνη εταξιδεύσανε με γέλια, με παιγνίδια!

Πόσες φορές απλώσανε τ’ αθώα των τα χέρια
και κυνηγούσαν τα νερά στα δάχτυλα να πιάσουν!
Και τώρα, αντι να παίζουνε κι αντι να τραγουδούνε,
τρέμουν να ιδούνε τον αφρό που θα τες σαβανώσει!

Πόσο μακρά που εφύγανε! τι γρήγορα που τρέχουν!
Άλλο δε φαίνετ’ ο γιαλός. Τα μάτια των γυρεύουν
να ιδούν ακόμη μια φορά το μητρικό των χώμα,
κι εκείνο λες κι εσβήστηκε μες στα νερά της λίμνης!

Εκοίταζε ο Αλή πασάς ανήσυχος στο βράχο
το μαύρο ξυλοκρέβατο που εδιάβαινε μονάχο.
Λες και της λίμνης οι αφροί στον ώμο τους το παίρνουν
και σ’ εκκλησιά μακρά μακρά, σιγά σιγά το φέρνουν.
Το βλέπει που εσταμάτησε... Σηκώνεται, προσμένει
βουβός, δεν ανασαίνει.
Και στέκει κι ακουρμαίνεται και καρτερεί ν’ ακούσει...

Κοιμώντ’ ακόμη τα νερά, νεκρά δεν αντηχούσι.
Ο πρώτος χτύπος έφθασε... χαμογελά, σπαράζει.
Δεύτερος... τρίτος... τέταρτος... μετρά κι αναγαλλιάζει.
τι βιάζεσαι, τι βιάζεσαι; Δε βλέπεις το Βιζίρη,
που δεν προφθάνει να μετρά, σκληρέ καραβοκύρη;

Δυο τρεις ακόμη εμείνανε. Ελάφρωσε το ξύλο
και κολυμβά σα φύλλο.
Δεκάξι χτύποι ακούονται... Δεν έσωσαν ακόμα;
Κρυφά λογάριαζε ο Αλής και τὄλειπε ένα πτώμα.
Σκύφτουνε δυο, τ’ αρπάζουνε, το σέρνουν, το τραβούνε,

σφιχτά του δένουν μια θηλιά, μια πέτρα του κρεμούνε.
Ένας κρατεί τα πόδια του, γυμνά και ξυλιασμένα,
κι άλλος βαστούσε τα μαλλιά στα δάχτυλα δεμένα.
Επάνω κάτω το κινούν, λες και το νανουρίζουν
φωνάζουν μια, φωνάζουν δυο και τρεις... το σφενδονίζουν.

Εχτύπησαν τα κύματα με θόρυβο μεγάλο,
μ’ αφρούς πολλούς και σάλο.
Κάμνει στεφάνια το νερό, που εκτείνονται, πλαταίνουν
και στα ποδάρια του Αλή να ξεψυχήσουν πγαίνουν
λες και το κύμα τη νεκρή για νύφη του αγκαλιάζει

και με στεφάνια από νερό το γάμο του γιορτάζει.
Γέρνει ο Ταχήρης για να ειδεί... κι ακούει τη γαργάρα
και τον αφρό που ανέβαινε σα μυστική κατάρα,
που ο κάτω κόσμος το `στειλε απ’ τα ψυχρά του βάθη.
Εκρύωσε απ’ το φόβο του, εσβήστηκεν, εχάθη.

Φύγε, ληστή, ο ίσκιος σου το μνήμα μη μολύνει,
όπου κοιμώντ’ οι δεκαφτά με την Κυρά Φροσύνη.
Εσήκωσαν το σίδερο, αφρίζουν τα κουπιά τους.
φεύγουν!... Ανάθεμά τους!
Και συ, Αλή, που εχόρτασες τη λύσσα, την οργή σου,

σαν έλθει η ώρα η φοβερή, κλεισμένος στο νησί σου,
τη νύχτα εδώ που επέρασες δε θα τη λησμονήσεις.
Κι όταν θ’ απλώνεις στο νερό τα χείλη να δροσίσεις,
φωτιά θα πίνεις άσβεστη και θέρμη και πικράδα.
Είν’ αλμυρά τα δάκρυα κι αφήνουν φαρμακάδα.

Είν’ αλμυρά, θυμήσου το! θα ειδείς πώς θα ξυπνήσουν,
πώς θα `λθουνε στο βράχο σου τη νύχτα να χτυπήσουν
σαν κύματα ολοφούσκωτα, αφροστεφανωμένα,
με βογκητό, με μούγκρισμα, σκληρά και διψασμένα.
Τριγύρω σου θα σηκωθούν, ψηλά βουνά θα γίνουν,

το δρόμο θα σου κλείσουνε, να φύγεις δε θ’ αφήνουν.
Θα να ζητείς βοήθεια, κανείς δε θ’ αγρικάει...
Η ΛΙΜΝΗ ΘΑ ΣΕ ΦΑΕΙ.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 1144
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 29-08-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο