Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132208 Τραγούδια, 269866 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Η κυρά Φροσύνη Άσμα Τρίτον      
 
Στίχοι:  
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Σηκώνετ’ ο Αλή πασας βαρύς από τον ύπνο
και στρώνεται σ’ ολόχρυσο μεταξωτό διβάνι.
Τα βλέφαρά του κόκκινα από την κακονύχτια,
μελανιασμένα και θολά, σπαράζουνε και τρέμουν.

Θεέ μου, πώς εγέρασεν από τα ψες το βράδυ!
Εκοίταζε τα γένια του, λευκότερα τα βλέπει
κι επέρασε τα δάχτυλα στο κρύο μέτωπό του,
σα να `θελε με δύναμη να σβήσει τες ρυτίδες,
που εχάραζεν επάνω του το φοβερό του κρίμα.

Ακίνητοι τριγύρω του, ορθοί και τρομασμένοι,
στέκουν ο Γκέκας ο Βελής με το Γιουσούφ Αράπη.
Κρυφά, κρυφά κοιτάζονται, ρωτιώνται ανάμεσό τους,
τί σύγνεφο να πλάκωνε τα στήθη του Βιζίρη.
Σιωπηλός παράμερα, αχνός, συλλογισμένος,

με το κεφάλι του γειρτό, έστεκε κι ο Ταχήρης.
Όλοι γνωρίζουν τον Αλή, κανείς δεν ανασαίνει.
Βουβά τα παλληκάρια του επαίζανε τα μάτια
στ’ άρματα τ’ αξετίμωτα, που κρέμονται τριγύρω.
Εκεί σπαθιά της Δαμασκού, εκεί χρυσά πιστόλια

και καριοφίλια ξακουστά και χίλια γιαταγάνια.
Τι κρίμα που `ταν άνεργα και τα φορούσε ο τοίχος!
Αστράφτει ακόμη φλογερό ανάμεσ’ από τ’ άλλα
του Χρήστου το περήφανο, το φοβερό μιλιόνι,
του Μπουκουβάλα το σπαθί, που ακόμη λαχταρίζει,

το καριοφίλι του Σταθά, του Ζίδρου το χαντζάρι,
του Ζίδρου τ’ άγιο λείψανο, που δίπλα μες στη θήκη
κοιμάται κι ονειρεύεται κρυφά την Ελασσόνα!
Είκοσι χρόνια θα σταθούν ακόμη κρεμασμένα
και θα ξυπνήσουν ύστερα, θ’ αναστηθούνε πάλε

και ποιο θα πάρει σύντροφο το Μάρκο και το Διάκο,
και ποιο με τα Γριβόπουλα και με τον Καρατάσο
θα στήσει το λημέρι του ψηλά στο Μοναστήρι.
Κι όταν αρχίσει ο σκοτωμός κι ο πόλεμος ανάψει
και πιάσει πάλε τ’ άρματα του Λούρου το ποτάμι

και ξαφνισθεί στον ύπνο της η έρμη Βαλαώρα,
τότε και τ’ Ασπροπόταμο το κύμα του θ’ ανοίξει
και θα φωνάζει στα βουνά, στο Περγαντί, στη Λάμια,
ν’ ανθίσουν, να γιορτάσουνε την ώρα, την ημέρα,
που ανέλπιστα εζωντάνεψαν τα κόκαλα του Βάλτου.

Φυτά, λουλούδια ολόχαρα κοσμούν τα παραθύρια,
και ρίχνουν χίλιες μυρωδιές και χαίρονται στον ήλιο.
Δυο μέρες δεν τα πότισαν, κανείς δεν τα θυμάται.
Λίγη δροσούλα πο `πεσε τ’ ανάστησε τα μαύρα
κι ευχαριστούν τον ουρανό, που δεν τα λησμονούσε

κι εφρόντιζε για τ’ άχαρα μέσα σ’ εκειόν τον Άδη.
Λαλούν φλογέρες γύφτικες, ακούονται τραγούδια
και βροντοφώνα τύμπανα και θόρυβος και γέλια
και σκλάβοι που χορεύουνε και θέλουνε να πνίξουν
μες στην ψευδή τους την χαρά το φόβο που τους δέρνει.

Άλλοι στο χώμα σέρνονται, στην πέτρα γονατίζουν,
παρακαλούνε το Θεό για τον καλόν αφέντη
και σκούζουνε και ρυάζονται και δε γυρεύουν άλλο,
παρά να ρίξει επάνω τους όλη του την κατάρα
κι ούτε μια τρίχα να βλαφθεί, να πέσει, του Βιζίρη.

Άλλοι φονιάδες σέρνουνε, στη γη ποδοκυλούνε
με βλασφημίες, με χαρές, λαχταριστά κεφάλια
και παίζουν, μετωρίζονται, γελούνε, κυνηγιώνται,
και ποιος πετά στον άλλονε ένα κομμάτι αίμα,
ποιος δέρνει τους συντρόφους του με σκοτωμένου χέρι,

και ποιος βαστούσε μια καρδιά για να πετροβολήσει.
Μικρά παιδιά, που εμάθαιναν την τέχνη του πατέρα,
με τα λεπίδια τους κεντούν τ’ άψυχα τα κουφάρια
και τρέχουν και σκοτώνονται, χτυπιώντ’ ανάμεσό τους,
ποιό κεφαλές περσότερες σκληρά να πρωταρπάξει,

για να τες βάλει επανωτές να χτίσει πυραμίδα.
Κι εκεί οπού τες έστενε, άλλο παιδί το σπρώχνει,
το ρίχνει κατακέφαλα, και του χαλά τον πύργο.
Διαβαίνει κι ένας γέροντας, τυφλός και λιμασμένος,
κι ελεημοσύνη τους ζητεί, το χέρι τούς απλώνει.

Κι εκείνα μες στα δάχτυλα, που τρέμουν από κρύο,
του ρίχνουν ένα κάρβουνο, κι ένα κομμάτι πτώμα,
και τονε διώχνουν σκούζοντας "Ψήσε το να χορτάσεις".
Γιάννινα, μαύρα Γιάννινα, πώς σας βαστάει ο κόσμος!
Τέτοιες χαρές ακούονται και τέτοια πανηγύρια

μες στο παλάτι του Αλή, μες στη σπηλιά του λύκου.
Τον εξυπνούσαν την αυγή, τη νύχτα τον κοιμίζουν
σήμερα δεν επρόσεχεν, είχεν αλλού το νου του.

Αλής
Γιουσούφ Αράπη και Βελή, σύρετε δε σας θέλω
ας μείνει μόνος ο Ταχήρ, οι άλλοι τραβηχθείτε...
Όχι, σταθείτε μια στιγμή, μη φύγετε, σταθείτε.
Μου `πανε πως επιάσατε με προδοσιά στον ύπνο
το γερο-Δράκο στα βουνά με δυο του παλληκάρια.
Συρέτε να τον φέρετε, θέλω να ιδώ ποιος είναι.

Φεύγ’ ο Γιουσούφ κι εγύρισε σε λίγο με τον κλέφτη.
Ήταν ο Δράκος γέροντας, ορθός σαν κυπαρίσσι,
τα χρόνια δεν ελύγισαν το φοβερό του αυχένα.
Ώς τα νεφρά του σέρνεται η κάτασπρή του χήτη
και τα γυμνά τα στήθη του μαυρίζουν λογγωμένα.
Είναι τα μάτια του αϊτοί, το μέτωπό του βράχος

και μες στο βράχο ερίζωσαν σαν δυο κισσοί τα φρύδια.
Περήφανο το μέτωπο, ψηλό και χιονισμένο,
γυρεύει ακόμη πόλεμο σαν το βουνί της Κιάφας.
Το πάτωμα του παλατιού τα πόδια του κλονίζουν
και τ’ άρματα, που κρέμοντο τριγύρω καρφωμένα,

εγνώρισαν το πάτημα του φοβερού του κλέφτη
κι εξύπνησαν κι εβρόντησαν, για να τον χαιρετήσουν.
Ο τοίχος αντιβούησε, κι ο Δράκος στη φωνή τους
για πρώτη κι ύστερη φορά ένιωσε λίγο δάκρυ,
που εθάμβωσε τα μάτια του. Ευλογημένο δάκρυ!

Αλής
Ποιος είσαι συ, παλιόγερε, και μ’ αγριοκοιτάζεις;

Δράκος
Δράκο με λένε, Αλήπασα, και Δράκος θα πεθάνω.

Αλής
Γονάτισε, προσκύνησε, κι είμαι καλύτερός σου.

Δράκος
Δεν εγονάτισα ποτέ, παρά στο μετερίζι.
Αλλού δεν επροσκύνησα, παρά στην εκκλησιά μου.

Αλής
Ακόμη μ’ ανδρειεύεσαι! Έλα στο νου σου, Δράκο,
και λάβε χάρη τη ζωή. Προσκύνα, παραδώσου.

Δράκος
Έχει η καρδιά μου κόκαλο, Αλή, και δε λυγίζει.
Του κάκου να παιδεύεσαι, κόψε με, κρέμασέ με.

Αλής
Τι να σε κόψω; Εκούφωσες. Η φλέβα σου δεν έχει
για να μου βάψει το σπαθί ένα ποτήρι αίμα.
Προσκύνα το Βιζίρη σου, κι έλα στη δούλεψή του.

Δράκος
Λύσε τα χέρια μου να ιδείς, Αλή, αν είμαι κούφιος
ποτάμι είναι το αίμα μου, κι όπου χυθεί θα πνίξει.
Κόψε με, σου `πα, κόψε με, δε θέλω το ψωμί σου
αν έχεις σκύλους ρίξε το, δώσ’ το του Βελή Γκέκα.

Βελή Γκέκας
Ο Βελή Γκέκας το `φαγε και τώρα τρώει κι εσένα.

Δράκος
Μ’ εξάφνισες στον ύπνο μου, δεν είσαι παλληκάρι.
Με το ψωμί τ’ Αλήπασα έγινες χήρα μάνα.
Πώς δε θυμάσαι τη βραδιά στα Πέντε τα Πηγάδια,
που σ’ έκραξα, σου φώναξα μέσ’ από το καρτέρι,
να βγεις να πολεμήσομεν οι δυο μας, Βελή Γκέκα,
και συ δεν αποκρίθηκες κι εκρύφθηκες στο λόγγο;
Αν ήθελα, σ’ εμάτωνα, σ’ έπιανα ζωντανόνε,
και δεν εκαταδέχτηκα, γιατί με λένε Δράκο!

Ο Βελή Γκέκας άχνισε κι άπλωσε στο μαχαίρι.

Αλής
Είσαι Σουλιώτης;... Πάρτε τον, πάρτε τον χάρισμά σας,
μη τον χασομερήσετε. Μ’ έψησε τόσα χρόνια
ήλθε καιρός τες χάρες του να του πληρώσω τώρα.
Μηνύστε το του Σαμουήλ, τρισάγιο να του ρίξει,
γιατ’ είναι αξεμολόγητος κι η γη δε θα τον λιώσει.
Συρέτε, στρώστε τ’ άλογα, τροχίστε τα σπαθιά σας,
κι εβγάτε στο Ξερόμερο, φάτε βουνά και λόγγους,
και μη γυρίσετε σ’ εμέ και μη φανερωθείτε,
αν πρώτα δε μου πιάσετε τους δυο Κατσαντωναίους.

Και με το χέρι επρόσταξε να τραβηχθούν να φύγουν.
Ο Δράκος τον εκοίταζε και βγαίνει τραγουδώντας.
"Σαράντα χρόνια ενήστεψα με της Τουρκιάς το αίμα,
και σήμερα το πάσχα μου το Σούλι θα γιορτάσει.
Φάγε, Βελή, τη σάρκα μου, φάγε τα γηρατειά μου,
να βάλεις αίμα στην καρδιά, ψυχή μες στο κουφάρι,
πριν έβγεις στο Ξερόμερο και βρεις τον Κατσαντώνη".

Έσκυψαν, επροσκύνησαν, έφυγαν τρομασμένοι.

Αλής
Ταχήρ, Ταχήρ, ποιος το `λπιζε!... Είναι έτοιμα τα πάντα;

Ταχήρ
Βιζίρη μου, σ’ εδούλεψα. Στη φυλακή δεμένες
προσμένουνε κι οι Δεκαφτά με την Κυρά Φροσύνη.

Αλής
Την ώρα που την έδεσες δεν έκλαψε, Ταχήρη;
Δεν είπ’ ένα παράπονο, δεν άχνισ’ από φόβο,
δεν ενθυμήθη τον Μουχτάρ, και δε μ’ εκαταράσθη;

Ταχήρ
Όχι, Βιζίρη, μὄδωκε μονάχη της τα χέρια
και τόσο, τόσο τα `σφιξα, που αιμάτωσαν τα νύχια.
Εκείνη δεν ανάσανε, πεζή μάς ακλουθούσε,
δεν έπεσ’ απ’ τα μάτια της στη γη ούτ’ ένα δάκρυ,
δεν άνοιξε το στόμα της κι εντροπαλή σαν νύφη,
που εμβαίνει μες στην εκκλησιά, στη φυλακή εμβήκε.

Σε λίγο πάλε επέστρεψα με τες συντρόφισσές της,
την ηύρα που εκοιμότουνε στο χώμα σαν αρνάκι.
Οι κλάψες, τα φιλήματα, τα τόσα μοιρολόγια,
Βιζίρη, την εξύπνησαν, επέταξ', εσηκώθη,
κι έτρεξε κι αγκαλιάστηκε κι εφίλησε στα μάτια

όλες τες φιλενάδες της χωρίς καν να δακρύσει.
Στη δούλεψή σου εγέρασα, Βιζίρη, και δεν είδα
ποτέ μου τέτοιαν ευμορφιά, τέτοια καρδιά ποτέ μου.
Αλής
Λοιπόν, Ταχήρ, θα να πνιγεί, θα κατεβεί στο μνήμα
χωρίς, χωρίς να λυπηθεί, χωρίς ν’ αποζητήσει

τα κάλλη της και τη ζωή, που `ναι γλυκά στη νιότη;
Θ’ αφήσεις, θα καταδεχθείς εσύ μ’ εμέ ενωμένος
να τηνε πάρει ο θάνατος με γέλια, με παιγνίδια
και δίχως ψυχομάχημα, σαν να `τανε ένας κρίνος,
που τον δροσίζει το νερό χωρίς να τον μαράνει,

να την δεχθούν τα κύματα της λίμνης μου, Ταχήρη;
Και συ θ’ αφήσεις τον Αλή να ζήσει μαύρες νύχτες,
γιατί από τώρα θα μετρά με νύχτες τη ζωή του,
θυμούμενος την ύβρη του, την καταφρόνεσή του;
Να μη δακρύσει μια φορά! να μην αναστενάξει!...

Αιώνιο παράπονο με σε, Ταχήρ, θα να `χω,
κρυφό σκουλήκι την καρδιά θα μου κεντά, θα τρώγει
αχόρταγο τον ύπνο μου, θα με ξυπνά δαγκώντας,
για να μου λέγει: "Αλήπασα, σ’ ενίκησ’ η γυναίκα".
Ταχήρ, Ταχήρ, σπλαχνίσου με, στοχάσου, συλλογίσου

κι εύρε μου τρόπο στην ψυχή να τηνε μαρτυρέψεις.
Ν’ ακούσω πως εστέναξε, ν’ ακούσω μια κατάρα
πως έφυγε απ’ τα χείλη της, άλλο καλό δε θέλω.
Απόψε τα μεσάνυχτα σαν έβγει το φεγγάρι...
θυμήσου... τα μεσάνυχτα... μ’ αρέσει εκείν’ η ώρα...

εκεί, που `ναι βαθύτερη η λίμνη να τες φέρεις
και μη βιασθείς ολότελα, αργό το πάτημά σου,
για να τες βλέπει ο ουρανός και να τες καμαρώνει.
Να μη φορέσουν σίδερα, να `χουν λυτά τα χέρια,
ελεύθερες σαν τα πουλιά ν’ απλώνουν τα φτερά των.

Όχι, Ταχήρ, μαρτύρια. Δε θέλω να τες λείψει,
δε θέλω από το αίμα των να στάξει μια ρανίδα.
Σαν είναι πλήρης η ζωή ώς τη στερνή την ώρα,
είναι πολύ πικρότερο του Χάρου το φαρμάκι.
Κι όταν στη λίμνη φθάσετε, Ταχήρ, μη λησμονήσεις

να κατεβάσεις ύστερη απ’ όλες τη Φροσύνη.
Και κάθε λίγο να της λες, να τη ρωτάς αν θέλει
να ζήσει σα Βιζίρισσα και σκλάβο της να μ’ έχει.
Πήγαινε τώρα, μ’ άκουσες. Ταχήρ, θα να `χεις χρεία
ολίγη ανάπαυση και συ να πάρεις ώς το βράδυ.

Εψές εκακονύχτησες... Θα μείνεις όλη νύχτα
κι απόψε πάλιν έξυπνος... Δεν είναι μια και δύο...
είναι δεκάξι... δεκαφτά...μου φαίνεται, Ταχήρη.
Και πάγει εκείνος ο καιρός που `μεθα παλληκάρια!...
Δε βλέπεις; εγεράσαμε και μας καταφρονούνε.

Σύρε, Ταχήρ, να κοιμηθείς... Τα λόγια μου θυμήσου.

Συλλογισμένος ο Αλής, έμεινε μοναχός του
και ρίχνει ακόμη μια ματιά στο δούλο του που φεύγει.

Ακούεται ένας θόρυβος, γέλια, φωνές, αντάρα
και βλασφημίες τρομερές... Ετέντωσε τ’ αυτιά του...
Ανάμεσα στη χλαλοή εγνώρισε τον ήχο
που τα πελέκια, τα σφυριά εκάνανε χτυπώντας
τα σιδερένια κόκαλα του φοβερού του κλέφτη,
κι εχαμογέλασε πικρά. Στην άγρια τη χαρά του
έν’ άνθος, που τον έβλεπε, μαραίνεται απ’ το φόβο
και τη στερνή του μυρωδιά χύνει, σκορπάει στ’ αγέρι
σα να θυμιάτιζε κρυφά το Δράκο, που εξεψύχα.

Αλής
Ποιος είν’ εκείνος πο `ρχεται;... Μου φαίνεται ο Δεσπότης!...
Μου φαίνεται ο Ιγνάτιος!... Τι θέλει; Τι γυρεύει;

Περίλυπος και σκυθρωπός της Άρτας ο Δεσπότης,
εμπρός εις τον Αλή πασά το μέτωπο δε γέρνει.
Ένα σταυρόν ολόχρυσο στα στήθη του εφορούσε,
σταυρόν που τόσα στόματα είχαν γλυκά φιλήσει!
Τον έσφιξε στα χείλη του κι ο Θύμιος ο Βλαχάβας
στα χέρια του Ιγνάτιου σαν έδωκε τον όρκο.

Και τώρα εκείνος ο σταυρός, σαν είδε τον Βιζίρη,
εθάμβωσε τη λάμψη του, έκρυψε τη χαρά του,
μήπως τα μάτια του ληστή το μυστικό του μάθουν.
Εγνώριζε ο Αλήπασας απ’ τα μικρά του νιάτα
τί άξιζ’ ο Ιγνάτιος, τον εφοβήθη πάντα,

κι ώς τότε δεν ετόλμησε ποτέ να τον εγγίσει.
Και μ’ όλον τούτο εγνώριζε πως Όλυμπος και Πίνδος
και Βάλτος και Ξερόμερο και Ρούμελη και Σούλι
τον είχανε πατέρα τους. Εγνώριζ’ ο Βιζίρης
πως κάθε του καλόγηρος και κάθε του οικονόμος

έκρυβε μες στο ράσο του μαχαίρι συνωμότου.
Εμπρός του τώρα στέκεται ο άσπονδος εχθρός του,
καθώς ημέρα κρίσεως, Δευτέρα παρουσία.

Ιγνάτιος
Αλήπασα, το θρόνο σου, τη δόξα σου, τα πλούτη
εγώ δεν ήλθα σήμερον εδώ να προσκυνήσω.

Είσαι μεγάλος, φοβερός, σε τρέμει ο κόσμος όλος,
γιατί δεν εμετρήσανε να ιδούνε πως σε λίγο
μια φούχτα χώμα θα γενείς και συ καθώς εμένα.
Αλής
Δεσπότη! μες στα Γιάννινα πως είμεθα θυμήσου...
Πες μου, τι θέλεις; τι ζητείς; είμ’ άρρωστος... θα πέσω...

Ιγνάτιος
Βιζίρη, χάρες δε ζητώ, παρ’ από το Θεό μου
Ακόμη δεν εχόρτασες; ώς πότε τόσον αίμα;
Τόσες καρδιές που εμαύρισες, ακόμη δε σε φθάνουν;

Αλής
Δεσπότη, αν δεν εχόρτασα, ξεύρεις γιατί; το ξεύρεις;

Ιγνάτιος
Το ξεύρω, το κατάλαβα, το αίμα μου σου λείπει.

Αλής
Εμάντεψες, Ιγνάτιε... Τώρα μπορείς να κρίνεις.

Κι εχαμογέλασ’ ο Αλής κι εχάιδεψε τα γένια,
καθώς χαϊδεύει το θεριό τα χείλη με τη γλώσσα
πριν το κυνήγι καταπιεί, οπού κρατεί στα νύχια.

Ιγνάτιος
Το αίμα μου, Αλήπασα, το θέλεις; ρόφηξέ το,
αν νιώθεις πως η δίψα σου μ’ αυτό θα ν’ ησυχάσει.
Και ποιος τη θέλει τη ζωή; Μου παίρνεις κάθ’ ημέραν
τα πρόβατα που μὄδωκεν ο Πλάστης να φυλάξω.
Το Σούλι εμαυροφόρεσε, η Ρούμελη στενάζει,
οι λόγγοι κλαίνε, τα βουνά, ερήμωσαν οι χώρες,

έστειλες τον Αράπη σου και μες στον Αϊ-Βασίλη,
κι αιμάτωσε την εκκλησιά την Κυριακή του Πάσχα
κι έκοψε με τη σπάθη του, εχώρισε στη μέση
τα χείλη που εζευγάρωναν με το Χριστός Ανέστη.
Εχάλασες το Χόρμοβο, Χριστιανούς και Τούρκους,

και συγγενείς και φίλους σου και ξένους και δικούς σου,
όλους τους εκυνήγησες, δεν άφηκες κανένα.
Της αδελφής σου εσκότωσες με προδοσιά τον άνδρα,
έφαγες τον Σεφέρμπεη, το αίμα του Σελίμη
το `χυσες με τα χέρια σου. Ποιος άλλος τώρα μένει;

Αλής
Μένεις εσύ, Δεσπότη μου, μένουν ακόμη κι άλλοι,
ο Μήτρος, ο Παληόπουλος, οι δυο Κοντογιανναίοι,
ο Μαυρομμάτης σου ο πιστός, ο φίλος σου ο Βλαχάβας.
Ο Νικοτσάρας ζωντανός στην Κάριτζα δεν είναι;
Δε μου πατεί τα Γρεβενά ακόμη ο γερο-Ζάκας;

Το Μακρυνόρος δεν κρατεί, Δεσπότη, ο Γιωργοθώμος;
Ο Σαμουήλ, ο Μπότσαρης, ο Λάμπρος ο Τζαβέλας,
ο Γιώργος απ’ τη Λάμαρη, ο Δήμος, ο Στουρνάρης,
παιδιά της αγιοσύνης σου, δε ζουν και βασιλεύουν;

Ιγνάτιος
Ακόμη δεν τους έπιασες, Βιζίρη, μη φοβείσαι.
Αν περπατήσουν τ’ Άγραφα, ο Πίνδος αν πετάξει,
τότε θ’ αφήσουνε κι αυτοί τα έρμα τα βουνά τους.
Αλήπασα, δε φεύγουνε, το λόγο μου σου δίνω.
Καθώς ριζών’ η αγριλιά και σφίγγεται στο βράχο,
αγκαλιασμένη πάντοτε στην πέτρα που την έχει

κι ημείς, κι ημείς, Αλήπασα, το μαύρο μας το χώμα,
τη μάνα μας την Ήπειρο, βαστούμε με τα δόντια.
Δεν την αφήνουμε ορφανή. Μη σκιάζεσαι, Βιζίρη.
Αν είν’ γραμμένο εκεί ψηλά, η ώρα μας θα νά `λθει,
καθώς θα νά `λθει και για σε, τα λόγια μου θυμήσου.

Υπάρχει Κάποιος, που μπορεί κι εσένα να χαλάσει.
Τριάντα χρόνους άσκοπα τον βρίζεις, τον σταυρώνεις.
Φθάνει, Βιζίρη. Μ’ έστειλε κι ήλθα να ιδώ τι κάνεις.
Εμβήκα στο παλάτι σου κι εσκόνταψα να πέσω
στα τόσα, τόσα πτώματα, που σέρνοντ’ εκεί κάτω.

Εμπρός εις το κατώφλι σου δρασκέλισα, Βιζίρη,
του γερο-Δράκου την καρδιά, τα αίματα, τα σπλάχνα.
Τρία παιδάκια ανήλικα, που τα `πιασες στο Σούλι,
και που `ν’ ελπίδα και χαρά ποιος ξεύρει ποιάς μητέρας,
τ’ απάντησα που πήγαιναν στον Πλάτανο δεμένα.

Ετρέξανε τα δύστυχα να πάρουν την ευχή μου
κι οι άλυσες, που εσφίγγανε τ’ αθώα τους τα μέλη,
δεν τ’ άφηναν να κινηθούν. Μ’ ερώτησαν να μάθουν
γιατί τα μαρτυρεύανε, γιατί τα `χαν δεμένα
και πού, και πού τα πήγαιναν. Δεν ήξευραν τα μαύρα.

Εψές μες στα μεσάνυχτα... η μέρα δε σε φθάνει...
άρπαξες μες στον ύπνο της τη δύστυχη Φροσύνη,
την έσυρες στη φυλακή κι απόψε θα την πνίξεις.
Σε τι, σε τι να σ `φταιξε ένας Θεός το ξεύρει!
Και δεν εχόρτασες μ’ αυτήν. Έστειλες τον Ταχήρη

ολόγυρα στα Γιάννινα και δεκαφτά κρεβάτια
εχήρεψαν σε μια βραδιά, κι εφόρεσαν τα μαύρα.
Ως πότε τέτοιος πόλεμος, Βιζίρη, θα βαστάξει;

Αλής
Άλλο δεν έχεις να μου πεις, τρισάγιε Δεσπότη;
Βλέπω γνωρίζεις όλα μου, όλα τα μυστικά μου

γνωρίζεις πούθ’ επέρασα για νά `λθω να καθίσω
επάνω εδώ στον θρόνο μου. Μ’ εντρόπιασες, Δεσπότη!
Μά την ψυχή της μάνας μου και μά τα κόκαλά της,
αν ήτον άλλος από σε κι ανίσως δε φοβούμουν
να με πινίξει το ψωμί που εφάγαμεν αντάμα,

ένας Δεσπότης σήμερα θα να `λειπε απ’ τον κόσμο.
Τ’ απόκρυφά μου τα `μαθες, ένα δε μου `πες μόνον,
και τούτο τώρα θα σου ειπώ, για να τα ξεύρεις όλα.
Θυμάσαι εκείνη τη βραδιά με το πολύ σκοτάδι,
που βγήκες απ’ τα Γιάννινα κρυφά, κρυφά μονάχος

κι επήρες τον ανήφορο κι εκρύφτης σ’ ένα δάσος
πυκνό, πυκνό, κατάμαυρο, σαν τ’ άγιο σου το ράσο;
Θυμάσ’ εκείνη τη φωτιά, που σου `χαν αναμμένη
κι εκείνους, που σ’ επρόσμεναν, σαν άλλονε Μεσσία;
Θυμάσαι πως, σαν σ’ είδανε, ολόρθοι εσηκωθήκαν,

κι εβρόντησάνε τ’ άρματα και τ’ άκουσεν ο λόγγος;
Και συ, Δεσπότη μου, έβαλες το δάχτυλο στο στόμα,
τους είπες να σιγήσουνε, κι εκείνοι εβουβαθήκαν,
κι εφίλησες κι εφόρεσες τ’ άγιο σου πετραχήλι
κι ένα σταυρό τούς έδειξες κι απλώσανε τα χέρια,

τον άρπαξαν στα δάχτυλα κι εσύ κρυφά κι αγάλια
χίλιες φορες ψιθύρισες, Δεσπότη, τ’ όνομά μου,
ωσάν να μ’ εμνημόνευες και να `ριχνες τρισάγιο
στον μαύρο τον Αλήπασα; Δεσπότη, το θυμάσαι;
Ένα κλαδάκι εσείστηκε και σ’ έπιασε τρομάρα.

Ήταν ζαρκάδι πο `φευγε και λύκος το εκυνήγα,
σου `παν εκείνοι οι φίλοι σου, κι επίστεψες, Δεσπότη,
και πάλε τους ευλόγησες κι έφυγες όπως ήλθες;
Είμαι καλός, Ιγνάτιε; πες μου το, στην ψυχή σου.

Έφριξεν ο καλόγερος στα λόγια του Βιζίρη
κι άκουσε μέσα μια φωνή στα στήθη του να κράζει:
"Ιγνάτιε, Ιγνάτιε! δεν ήλθ’ ακόμη η ώρα!"
Τον έβλεπε ο Αλήπασας κι απ’ την πολλή χαρά του
πετιέται από το θρόνο του και τρέχει στο Δεσπότη.

Αλής
Μην τρέμεις, μην ξαφνίζεσαι! Αν ήθελα να πνίξω
το μυστικό σου, Ιγνάτιε, σου φαίνεται ώς τα τώρα
πως δε θα να `βρισκα κι εγώ, Δεσπότη μου, ένα χέρι,
που να `θελε με μια θηλιά να σφίξει το λαιμό σου;
Σου φαίνετ’ ο Αλήπασας, που εγέρασε μαζί σας
και βλέπει μες στα μάτια σας τη φλόγα που σας καίει,

αν ήθελε, δεν έστελλε και σε και τόσους άλλους
να ειπείτε ακόμη του Θεού τα χαιρετίσματά του;
Ιγνάτιε, δεν τὄκαμα, όχι γιατί φοβούμαι.
Κοινές ελπίδες έχομε, κοινό το μεγαλείο
κι είναι κοινός μας ο εχθρός και κάθεται στην Πόλη.

Ποιος άλλος έχει δύναμη, ποιος άλλος έχει πλούτη;...
Για σας δουλεύει ο Αλήπασας. Δεσπότη, θά `λθει η ώρα
να πλύνεις με το βάφτισμα όλα τα κρίματά μου.
Τώρα τραβήξου, δεν μπορώ, μά την ψυχή της Χάμκως,
μα το σταυρό, που κρέμεται στα στήθη σου και λάμπει,

χάρη για κειες τες δύστυχες, Δεσπότη, μη ζητήσεις,
λησμόνησε τες Δεκαφτά με την Κυρά Φροσύνη.
Να `ξερες πόσα δάκρυα κι εγώ γι’ αυτές θα χύσω!
Πώς μου ραγίζετ’ η καρδιά! Μου `ταν κι αυτό γραμμένο!
Ήλθαν εδώ κι επέσανε στα πόδια μου οι γυναίκες

του υιού μου του Μουχτάρπασα κι εκδίκηση εφωνάξαν.
Ένας δερβίσης έσκουξε και μου `πε με φοβέρα
πως τα παιδιά μου εχάλασαν την πίστη του Προφήτη
κι αφήνουν τα χαρέμια τους και παίρνουν ερωμένες
Χριστιανές στα Γιάννινα κι εγώ δεν τα παιδεύω.

Αφήνω εσένανε κριτή, Δεσπότη, τι να κάμω;
Απόψε σύρε να τες βρεις και παρηγόρησέ τες.
Δεσπότη, ας με σχωρέσουνε, μη με καταρασθούνε.
Η πίκρα τους για πίκρα μου. Ιγνάτιε, γνωρίζεις
πόσοι με κατατρέχουνε και με συκοφαντούνε...

Η μοίρα μου μ’ οργίσθηκε και πνίγω τα παιδιά μου,
γιατί παιδιά μου είναι κι αυτές, Δεσπότη, πίστεψέ το.
Τραβήξου τώρα κι άφες με να κλάψω μοναχός μου.

Κι ο Σατανάς εδάκρυζε κι εσφόγγιζε τα μάτια.
Λόγο δεν είπ’ ο Ιγνάτιος και φεύγει τρομασμένος.

Αλής
Δεσπότη μου, αν μ’ επίστεψες, στην Πόλη θα βρεθούμε,
και πάλ’ αν δε μ’ επίστεψες, δε θα χαθεί για σένα
λίγο σχοινί στα Γιάννινα κι ένα κομμάτι ξύλο.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 1323
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 29-08-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο