Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132208 Τραγούδια, 269866 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Νάνι νάνι      
 
Στίχοι:  
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Μαύρισε, κύμα τον αφρό,
και `σείς βουνά το χιόνι.
Γιατ’ ήλθε βαρυχειμωνιά
και δε λαλεί τ’ αηδόνι,
τ’ αηδόνι πού τραγούδησε
εις του βουνού την ράχη.
Κλάψτε βουνά και βράχοι,
Τ’ αηδόνι δεν λαλεί...

Και συ, δαφνούλα ελληνική,
φυλλόχλωρη δαφνούλα,
εσύ, πού τ’ άνθη σου έλουζες
τη νύχτα στη δροσούλα,
για να σε βλέπει όμορφη
και να σε καμαρώνει
πες μου γιατί τ’ αηδόνι,
δαφνούλα, δε λαλεί;...

Του μύρισεν η άνοιξη
πού πλάκων’ από πέρα
και λαίμαργο θα σό `φυγε
ψηλά μες τον αιθέρα,
πρώτο να πάγει να την βρει
και να την απαντήσει,
γλυκά να τη φιλήσει,
και να `λθουνε μαζί.

Αχ! Πότε να `λθ’ η άνοιξη,
να δεις αν θα γυρίσει!
Αχ! Πότε το τριαντάφυλλο,
δαφνούλα, μου ν’ ανθίσει,
να πας να βρεις τα φύλλα του
να νιώσεις την οσμή του!...
Ποιος ξεύρει την πνοή του
μην εύρεις μέσα εκεί;

Αχ! Πότε να `λθ’ η άνοιξη,
να λιώσουνε τα χιόνια,
να πάψουν τ’ αστραπόβροντα,
να `λθούν τα χελιδόνια,
για να τους πεις, δαφνούλα μου,
την άσπλαγχνή σου μοίρα;
Ποιος ξεύρει, μαύρη χήρα,
κ’ εκείνα τι θα πουν.

Παρηγορήσου, δάφνη μου,
γιατί δεν είσαι μόνη
που καρτερείς το φίλο σου,
που καρτερείς τ’ αηδόνι.
να `ξευρες πόσα κόκκαλα
και σπλάγχν’ ανδρειωμένα
στο μνήμα ξαπλωμένα
με σε το καρτερούν.

Το λάλημά σου τ’ άκουσαν
στην πρώτη παρουσία
σαν του πολέμου σάλπιγγα,
σαν άλλη τρικυμία
κ’ ευθύς επάνω στ’ άγραφα
βροντούν αστροπελέκια,
ανάφτουν τα τουφέκια,
και λάμπουν τα σπαθιά.

Κ’ εκεί πού πολεμούσανε
οι μαύρ’ οι πεθαμένοι,
τ’ αηδόνι με το λάλημα
το αίμα τους ζεσταίνει
και σαν εμοιρολόγησε
και σαν ετραγουδούσε
η δάφνη πάντ’ ανθούσε,
ανθούσε κ’ η μυρτιά.

Ο φοβερός αντίλαλος
στο Μισολόγγι φθάνει
την ώρα που του κλούσανε
τα μάτια να πεθάνει,
την ώρα που ο δεσπότης του
φλόγα, καπνό ντυμένος,
ανέβαινε καμένος
στον ουρανό ψηλά.
Ω! Τι γλυκό νανάρισμα!
Ανήκουστη αρμονία!
Του αηδονιού το λάλημα
για κείνα τα θηρία,
σαν εψυχομαχούσανε
κι απλώσανε το σώμα
στα αίματα, στο χώμα
να κοιμηθούν βαθιά.

Επέρασε το λάλημα
λόγγους, βουνά, λιβάδια,
και τονεράκι, πὤτρεχε
κρυφά μες στα λαγκάδια,
χαρούμενο σαν τ’ άκουσε
μες τον αφρό το παίρνει
και τρέχοντας το φέρνει
στο κύμα του γιαλού.

Κ’ ευθύς το κύμα φούσκωσε,
εμάνιωσε, θεριεύει,
βλέπει τη γη ελεύθερη
και βράζει και ζηλεύει,
βογγάει κι ανδρειεύεται,
αφρίζει, μεγαλώνει
και την κορφή ψηλώνει
σαν την κορφή βουνού.

Αχ! Τότε πόσα βλέμματα,
πάστράφταν σαν αστέρια,
εκοίταξαν τη θάλασσα.
και πόσα, πόσα χέρια,
σαν να `ταν από μάρμαρο,
βαριά κι ανδρειωμένα
εδείχναν τεντωμένα
το κύμα στο γιαλό.

Γιατί κρυφός χτυπόκαρδος
τους είπε πως θα ειδούνε
μια μέρα ν’ ανεμίζουνε,
στ’ αγέρι να πετούνε
φλάμπουρα γαλανόλευκα,
σαν κύματ’ αφρισμένα
περήφαν’ απλωμένα
σε πέλαγο εθνικό.

Ωστόσο πάντα η θάλασσα
γρούζει, βογγά, μουγκρίζει,
πάντα σπαράζει, δέρνεται,
βράχους, βουνά κλονίζει..,
Κρύψου βαθιά στα σύγνεφα
και μη φανείς, φεγγάρι,
δε βλέπεις τον Κανάρη
που στη βοή ξυπνά;

Εξύπνησε σα βάρυπνος,
πετιέτ’ από το μνήμα
και τρέχει κι αγκαλιάζεται
με τ’ άγριο το κύμα,
και δένουνε αχώριστη
και τρομερή φιλία
δυο άσπονδα στοιχεία,
το κύμα κ’ η φωτιά.

Και σαν ανταμωθήκανε
κ’ εβγήκαν ν’ αρμενίσουν
πλακώνει μαύρος θάνατος
εκείνους π’ απαντήσουν.
Είναι πλατύ κ’ ευρύχωρο
το μνήμα της θαλάσσης...
Καναρη μη δειλιάσεις,
θυμήσου τα Ψαρά.

Γιατί, γιατί δεν ήμουνα
του κεραυνού σου αχτίδα,
γιατί κ’ εγώ της θάλασσας
δεν ήμουν μία ρανίδα
να `λθω μ’ εσένα συντροφιά,
Κανάρη κειό το βράδυ,
σαν άνοιξες τον Άδη
κ’ έφαγες την τουρκιά.

Για να σου λέγω πάντοτε:
-Κανάρη, μη δειλιάζεις
να καις, να πνίγεις, να χαλάς,
τους άπιστους να σφάζεις
κι ανάμεσα στα γαίματα
ν’ ανάφτω την οργή σου
φωνάζοντας, "θυμίσου
τα λόγια τ’ αηδονιού";

Τα λόγια πού σου ελάλησε
γλυκά στο περιβόλι,
τότε σαν ήλθε σκούζοντας
το έρμο από την Πόλη,
και σού `πε πώς απάντησε
άγιο κορμί πνιγμένο
στην άκρη πεταμένο
του έρημου γιαλού.

Και σού `πε πώς εσίμωσε
για να το ψηλαφήσει,
και βλέπει.. κι ανατρίχιασε...
και πέφτει να φιλήσει.
Κ’ εκεί που επλησίασε
στο μάρτυρα τα χείλη,
σχοινί για πετραχήλι
του βλέπει στο λαιμό.

Και τόσο άσπλαγχν’ η θηλιά
τον Πατριάρχη σφίγγει,
τόσο του χώνεψε βαθιά
πό `κοψε το λαρύγγι
κι άνοιξε στόμα δεύτερο,
που μέρα νύχτα κράζει
και πάντα σας φωνάζει:
"Εκδίκηση ζητώ".

Το φοβερό το μήνυμα
σαν έφερε τ’ αηδόνι,
τραβιέτ’ επάνω στα βουνά
και τα φτερά διπλώνει
κι αναγαλιάζει βλέποντας
τη δάφνη του ν’ ανθίζει
κι άνοιξη να μυρίζει
στα μαύρα ορφανά.

Τριάντα χρόνοι επέρασαν
σαν να `τανε μια μέρα!
Και πάντα παραμόνευε
κ’ ερώτα τον αγέρα,
πού φύσαγε απ’ τον Όλυμπο,
τι μήνυμα του φέρει
κι αν έλαμψε τ’ αστέρι
στου Πίνδου τα βουνά.

Ω! Τι χαρά πού το `πιασε
το έρημο τ’ αηδόνι!
Αμέσως αναφτέριασε,
πετά και ξανανειώνει,
σαν έμαθε, σαν άκουσε
ψηλά στη Θεσσαλία
ν’ ανοίγει τα μνημεία
του Πέτρου το σπαθί.

Θυμήθηκε τα νειώτα του,
την πρώτη τη λαλιά του,
κ’ αρχίνησε το λάλημα
κρυφά στην ερημιά του...
Δαφνούλα μου, τι σό `μελλε.
Εκείνα του τα λόγια
να γένουν μοιρολόγια
κ’ η έσχατη πνοή.

Τώρα τα κρύα κόκκαλα
ποιος θα `λθει να τα κράξει,
ποιος άγγελος ανάσταση
θα `λθει να τους φωνάξει
και ποιο πουλί θα νά `ρχεται
χαρούμενο το βράδυ
ελπίδες μες στον Άδη
να φέρνει και χαρά;

Ας σφραγισθούν τα μνήματα
και πάλ’ ας χορταριάσουν
οι πεθαμένοι ας απλωθούν,
στο μνήμ’ ας ησυχάσουν.
Ποιος ξεύρει πόσες άνοιξες
θα να διαβούν και χρόνοι
που δε θα ειδούν τ’ αηδόνι
και την Πρωτομαγιά!
Φύσ', αγεράκι δροσερό,
μες στων δενδρών τα φύλλα.
Πάρ’ απ’ τα ρόδα τον ανθό
απ’ τη μηλιά τα μήλα
και φέρ’ τα στο παιδάκι μου.
Είναι καλό και κάνει,
ήσυχο, νάνι, νάνι.

Αρχίνησε το λάλημα,
αηδόνι ερωτεμένο,
νανάρισέ το, το φτωχό
είν’ αποκοιμημένο
σαν τη γλυκιά σου συντροφιά
μες στη φωλιά σαν κάνει,
τη νύχτα, νάνι, νάνι.

Άνοιξε, νυχτολούλουδο,
άνοιξε και μην κλείσεις,
την όμορφή σου μυρωδιά
ως ότου να τη χύσεις
όλη μες στα μαλλάκια του,
το μαύρο, ειδές πώς κάνει
μαζί μου νάνι, νάνι.

Παίζει τ’ αγέρι του Μαγιοῦ
μέσα στον καλαμιώνα,
γελοῦνε τ’ άνθη, τα νερά,
λαλεί η νεροχελώνα.
Ευτυχισμένη είμαι κι εγὼ
στα στηθια μου σαν κάνει,
το μαῦρο, νάνι, νάνι.

Και σεις με τα χρυσά φτερά,
ονείρατα μου, ελάτε
στο έρμο το καλύβι μας,
αγάλια αγάλια εμβάτε,
σιγά μήν το ξυπνήσετε
κοιτάξετε πώς κάνει
άγγελος νάνι, νάνι.

Ονείρατα είναι του φτωχού
η συντροφιά, η ελπίδα
της χήρας η παρηγοριά,
ο ήλιος, η αχτίδα.
Ελάτε, μην αφήσετε
τη μάνα του που κάνει
μαζί του νάνι, νάνι.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 971
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 16-08-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο