Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132208 Τραγούδια, 269864 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Η Φανερωμένη      
 
Στίχοι:  
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Μουσική:  
Αμελοποίητα


"Κυρά Φανερωμένη μου, παρηγοριά του κόσμου,
βόηθα με την πανόρφανη! Τ’ άγιο σου χέρι δώσ’ μου
για να ανεβώ στο βράχο σου! Δεν ήλθες ψες το βράδυ
ωσάν αχτιδ’ ανέλπιστη στο μαύρο μου τον Άδη

κι εσφόγγισες το δάκρυ μου και μου `πες συ, Κυρά μου,
να πάρω το παιδάκι μου στην έρημη αγκαλιά μου
και να το φέρω να το ειδείς;... Παρθένε, βοήθησέ με...
Τα γόνατά μου εδείλιασαν... κατέβα, πρόφθασέ με...
Μο `φαγ’ η θάλασσα η σκληρή το Λάμπρο μου στα ξένα...

Η δυστυχιά μ’ εμάρανε! Μην αρνηθείς κι εμένα...
Δυνάμωσέ με τη φτωχή... Γιά ιδές με! Θερμασμένη,
τρεις μέρες θεονήστικη, νεκρή, ξεψυχισμένη,
νιώθω τη ρώγα μου στεγνή στα χείλη του, Κυρά μου.
Εστρέφεψε το γάλα μου... Επάγωσ’ η καρδιά μου...

Σύντρεξε, μάνα τ’ ουρανού, σύντρεξε το παιδί μου...
Παρθένε μου, εχιονίστηκε... Θα να σβησθεί μαζί μου..."
Και ξαναγύρισε μεμιάς στη γη ξεστηθωμένη,
με το παιδί στην αγκαλιά, η Δέσπω η πικραμένη.

Επάνωθέ της του βοριά τα σύγνεφ’ αρμενίζουν
κι ούτε δε στέκουν να την δουν. Τον κόρφο της φωτιζουν
κρύες αχτιδες φεγγαριού, που εδώ κι εκεί προβαίνουν
σαν από μάτι νεκρικό, χωρίς να τη θερμαίνουν.
Σιμά της τρέχει το νερό, γοργό γοργό, δροσάτο...
Λαλούν τ’ αηδόνια ξέγνοιαστα μες στη μυρτιά, στο βάτο...

Τα δένδρα είν’ ανθοστόλιστα... παντού χαρά κι ελπίδα,
σφιχταγκαλιάζεται η οχιά με τη μονομερίδα,
κι ωστόσο αμοιρολόγητη, χωρίς ταφή και δάκρυ,
μια χήρα μάνα, ένα παιδί, πεθαίνουν σε μιαν άκρη!
Μέσα στου κόσμου τη γλυκιά, την άφθαρτη αρμονία,

ποια θέληση και ποια καρδιά, ποια παντοδυναμία
εσύ μπλεξ', εζευγάρωσε το σφύριγμα τ’ αστρίτη,
του καταρράχτη τη βοή, του λύκου, του πετρίτη,
και τ’ αϊτού το ρυάσιμο, με το γλυκό τραγούδι,
που χύνει απ’ τα στήθια του το μαύρο στεφανούδι;

Και ποιoς, και ποιος επρόσταξε, μέσα σ’ αυτήν την πλάση
να συναντιέται αδελφικά, χωρίς να τη χαλάσει,
το περιστέρι κι ο σκορπιός, ο χαμαιλιός κι ο κρίνος,
φιλί και ψυχομάχημα, χαμόγελο και θρήνος;...
Κι ωστόσο αμοιρολόγητη, χωρίς ταφή και δάκρυ,
μια χήρα μάνα, ένα παιδί, πεθαίνουν σε μιαν άκρη.

Μοσχοβολούσε η άνοιξη κι ολόγυρά τους χίλια
ανθίζουν αγριολούλουδα, χολάτα χαμομήλια.
Και κάπου κάπου αμέτρητες τρελές πυγολαμπίδες
φωτίζουν τα δυο λείψανα με μυστικές αχτίδες.

Και του παιδιού το μέτωπο και της φτωχής τα στήθια
φεγγοβολούν σαν ουρανοί πο `χουν αστέρια πλήθια.
Χαμογελά η ανατολή και ροδοκοκκινίζει
ολίγ’ ολίγο η καταχνιά, που τα βουνά στολίζει.
Λαλεί τ’ ορνίθι της αυγής, το πρόβατο βελάζει...

Ξυπνούν στα πλάγια οι πέρδικες, η μια την άλλη κράζει...
Ξυπνά κι ο γερο-Γούμενος, τον όρθρο του σημαίνει
και μουρμουρίζοντας σιγά στην εκκλησιά πηγαίνει
την άγια εικόνα της Κυράς σκυφτά να προσκυνήσει...
Κι εκεί που ετέντων’ ο παπάς τα χείλη να φιλήσει,

του `κάστηκε πως έλειπε... παράδοξη ιστορία!...
απ’ το θρονί της το χρυσό η Δέσποινα Μαρία...
Ετρόμαξ ο καλόγερος... Στην πλάκα γονατιζει,
χτυπά το μέτωπο στη γη, παρακαλεί, δακρύζει...
Με μιας αστράφτ’ η εκκλησιά κι αισθάνετ’ ένα χέρι

οπού τον ανεσήκωνε... Μοσχοβολάει τ’ αγέρι...
Τα μάτια του άνοιξ’ ο παπάς... Στο κάτασπρό του γένι
το δάκρυ του έσταζε βροχή... Κοιτάζει... καθισμένη
στο θρόνο βλέπει την Κυρά, που του χαμογελούσε,
και το Παιδί που εχαίρετο και που τον ευλογούσε.

Σε ποιο καλύβι αγνώριστο, σε ποια καρδιά θλιμμένη
να πέρασες τη νύχτα σου, Κυρά Φανερωμένη;
Ποιο μαραμένο λούλουδο η χάρη σου, Κυρούλα,
κρυφά κρυφά ν’ ανάστησε, σαν τ’ ουρανού δροσούλα;...
Η μάνα η δύστυχη ξυπνά και βλέπει το μωρό της

να παίζει με τα λούλουδα, χορτάτο, στο πλευρό της.
Κι απ’ το φτωχό το στήθος της δροσάτο, τυλωμένο,
να ρέει αδιάκοπα στη γη το γάλα ευλογημένο.
Την είχε κράξει μια φωνή και μια Κυρά Μεγάλη
της φάνηκε ότι εμάλαζε το έρμο της κεφάλι

και με γλυκάδ’ ανέκφραστη ότι έταζε στη χήρα
να στείλει χρυσή μοίρα.
Κοιτάζει ολόγυρα... Ψυχή!... τι τάχα να συνέβη
κι εκεί δε φαίνεται κανείς;... Στο μοναστήρι ανέβη...
Στα πόδια πέφτει της Κυράς και με τα δάκρυά της

βρέχει το κόνισμά Της.
Το δρόμο παίρνει για να `λθει γοργά στο φτωχικό της
κι έχει μαζί της συντροφιά τ’ όμορφο τ’ όνειρό της
σα να της έδινε φτερά, τόσο τρεχάτη επέρνα,
που αιμάτωνε τη φτέρνα.

Τη θύρα βλέπει διάπλατη... Σπρώχνει σκιαχτά το μάτι
μες στο κατώγι της να ειδεί... Στο τίμιο της κρεβάτι
ένας λεβέντης σιωπηλός μες στα χρυσά ντυμένος
προσμένει καθισμένος.
Εγνώρισε το Λάμπρο της... πετά στην αγκαλιά του...

του δείχνει το παιδάκι του... χορταίνει τα φιλιά του.
Και συ τους επαρέστεκες, εκεί σιμά κρυμμένη,
Κυρά Φανερωμένη.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 802
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 29-08-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο