Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132770 Τραγούδια, 271285 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Αι Νηρηΐδαι      
 
Στίχοι:  
Γεώργιος Βιζυηνός
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Κοιμάτ’ ο Ζέφυρος σιγών,
το δάσος ησυχάζει.
Σελήνην δια των φηγών
και των δρυών αυγάζει.
Και του βουνού την ατραπόν
οτέ το φως της χαρωπόν
εις τ’ όμμ’ αποκαλύπτει,
οτέ σκιά την κρύπτει.

Λαθραίον ρίγος προξενεί
κωφός αστήρ διάττων
η γλαυξ απαίσια θρηνεί
επί πετρών αβάτων.
Κι’ ο καταρράκτης απ’ αυτών,
παφλάζων, βρέμων και κροτών,
τινάσσεται κι’ αφρίζει
και πίπτει και βομβίζει.

Φωσφόρου πέριξ μαγική
ατμίς επαιωρείται
και Φώσια το νερόν εκεί
καλούν οι συντοπίται
και τ’ αποφεύγουν εν νυκτί
εν χώρᾳ και στιγμεί φρικτεί,
φαιδρός μετ’ ευτολμίας,
πού σπεύδ’ ο νεανίας;

Τρεις έχει χρόνους υποστεί
τους μόχθους εν τη ξένει.
Τώρα των γάμων τ’ εορτή
κατ’ οίκον τον προσμένει
και να προφθάσει προσπαθεί
δια του δάσους κατ’ ευθύ
το ποθητόν χωρίον,
προ των μεσονυκτίων.

"Σοι φέρω, κόρη, την χαράν
και την ευδαιμονίαν
αγνήν σοι φέρω και στερράν
την πρώτην μου καρδίαν.
Αλλ’ άρα γε και συ, μνηστή,
τηρείς εδραία και πιστή
τους όρκους των ερώτων
και μ’ αγαπάς ως πρώτον;

"Ιδού το ρείθρον το πλατύ
κ’ η βρύσις η ωραία
και η κοιλάς, στεφανωτή
με δένδρα γηραλέα.
Ιδού κι ο βράχος ο τραχύς,
υφ’ ον κατ’ έτος ευτυχής,
εις την επιστροφήν μου,
συνήντων τη μνηστήν μου.

"Αλλ’ αν ο πόθος του πιστού
τα στήθη της θερμαίνει,
πώς δεν εξέδραμ’ ως προτού,
εδώ να με προσμένει;
Σιγά! Εκείθεν του κρημνού
ηχών ο κώδων του αμνού,
του φίλου της, μ’ εφάνη
η κόρη προς με φθάνει!..."

Τω όντ’ ηχών εκ των δασών
οξύς ηκούσθη κώδων
και φώτ’ απηύγασαν πυρσών
αυγήν χρυσού και ρόδων.
Κι’ ο νέος είδε, προχωρών,
Νυμφών λευχείμονα χορόν,
σοβούντα μετ’ ασμάτων
δια των φυλλωμάτων.

Με πίλους, εξ’ ενός , οξείς
και μ’ ερυθράς εμβάδας
βαστάζουν παίδες εφεξής
καλλίμορφοι τας δάδας.
Κ’ εκ χρυσοστίλβων φιαλών
εντός σκυφών περικαλλώ
κιρνώσι μ’ ευκοσμίαν
γενναίον ανθοσμίαν.

Εξ άλλου, θίασος βραχύς
βαθυπωγόνων νάνων
ευρύθμους κρούει κ’ ευηχείς
τους φθόγγους των τυμπάνων.
Και των αυλούντων η πνοή
δια της αύρας συνθροεί
κ’ υπερφυώς αγγέλλει
τα θαυμαστά των μέλη.

Εν μέσω, η Ερατεινή
ομάς των Νηρηίδων
μολπάς ερώτων συμφωνεί
προς τόνους των πηκτίδων.
Εις θύρσους πλέκουν τον κισσόν
και κούδον αίρουσαι ταρσόν
αλλήλας εκβακχεύουν,
και παίζουν και χορεύουν.

Διαφανής πτυχούτ’ εσθής
περί τ’ αβρά των μέλη
ως δίδυμος αστήρ, ληφθείς
εν αραιά νεφέλει,
ο θησαυρός ο των στηθών,
απελευθέρωσιν ποθών,
προφαίνεται διάττων
δια των υφασμάτων.

Ωραία θάλλουν κι’ ανθηρά
των παρειών τα μήλα
ως ρόδα σχάζουν πορφυρά
τα χείλη των αιμύλα.
Ελικοβός τρυχός ανθεί
η κόμωσίς των η ξανθή
και σπινθηρίζει τ’ όμμα
ως τ’ ουρανού το χρώμα.

Ο στρόβιλός των ελαφρός
δονείτ’ επί πνευμάτων
ο της εσθήτος των αφρός,
κατά το δίνημά των,
πότ’ επαρθείς επί πολύ,
ερώτων πόθους προκαλεί,
και πότε περιβάλλει
τα θελκτικά των κάλλη.

Με βλέμματ’ έλκει τακερά
η μία των την άλλην
την περισφίγγει τρυφερά,
την καταλείπει πάλιν.
Κ’ η κόμωσίς των η λυτή
δια της αύρας κυματεί
ο νέος εν εκστάσει
τας έχει πλησιάσει,

ωθούντ’ ευθύς αλαλαγμοί
φρενήρεις υφ’ απάντων
αστράπτουν κύκλω τ’ οφθαλμοί
κι’ ακτίνες αδαμάντων.
Η πρώτη Νύμφη προχωρεί,
τον οικειούτ’ εν ακαρεί
και με χαράν μεγάλην
τον σφίγγ’ εις την αγκάλην.

"Καλώς μου ήλθε γλυκερόν
από της ξενητείας
το φως, που χρόνον και καιρόν
επόθουν εκ καρδίας!
Καλώς μου ήλθεν η χαρά,
που με μεθύσκει φλογερά,
που μ’ έχ’ υφάψει πρώτον
τας φλόγας των ερώτων!"

Ο νέος, πλήρης ταραχής,
υπό χιτώνα ξένον
θαρρεί συνήντησ’ ευτυχής
την φίλην του παρθένον.
Η Νύμφη θέλγει και καλεί,
θωπεύει λάθρα και λαλεί
κ’ εφέλκει τον οκνούντα
προς πλήθ’ υπευφημούντα.

"Τρεις χρόνους αποκαρτερώ
μακράν του Παραδείσου
και δεν μ’ επήλθε να χαρώ
ουδέ στιγμήν χωρίς σου.
Και συ, σκληρά, δι’ ην εγώ
χρυσούν το μέλλον κυνηγώ,
συνευθυμείς μετ’ άλλων,
εις νυκτιπόλον σάλον;"

"Αχ, φίλε, δύσκολοι γονείς
οκνούσαν μ’ αναγκάζουν!
Πλουσίους γάμους συγγενείς
φαιδροί προεορτάζουν
Πλην τώρα θέλουν θεαθεί,
πριν η θνητή τις εισαχθεί
εις νυμφικούς θαλάμους,
τους εδικούς μας γάμους".

Η λέξις ήτο μαγική,
ο νέος δε διστάζει
ως όναρ το θαρρεί γλυκύ,
πλην έπεται και κράζει.
"Μετά μακράς καιρών τροπάς
αμετατρέπτως μ’ αγαπάς
κ’ είν’ εδικά μου, φίλη,
τα πορφυρά σου χείλη;"

Και χοπ! Χοπ χοπ! Με τον ρυθμόν
τα χείλη των κολλώσι.
Χοπ χοπ! Χοπ χοπ! των οφθαλμών
τα βλέφαρα χαλώσι.
Χοπ χοπ! Χοπ χοπ χοπ! Ραδινή
τον αίρ’ η Νύμφη, τον δινεί,
μετ’ ασπασμών απείρων
δια λεπτών ζεφύρων.

Εντός του στήθους τ’ η χαρά
κι’ ο πόθος εκχειλίζει
τω φαίνετ’ έλαβε πτερά
κ’ ευδαίμων πτερυγίζει.
Τον ήγγισεν εις την ψυχήν!
Και πότε με ταρσόν ταχύν
τον στροβιλίζει `κείνη
και πότε τον αφήνει.

Εφίλει τέως και ποθεί
να τον φιλήσει πάλιν
τον θλίβει μ’ αίσθημα βαθύ
εις την αβράν αγκάλην,
πυρέσσ’ υφ’ έρωτος θερμή
κ’ υφ’ ηδονής λιποθυμεί
κι ως κρίνος κατανεύει,
κ’ εκ νέου τον θωπεύει.

"Μ’ απλήν αισθήτα, μ’ ευτελή
εγώ σ’ εκόσμουν δώρα.
Φορείς στολήν πολυτελή
μετ’ αδαμάντων τώρα!
Τις οίμοι! Νέος εραστής
την κόμην σου στολίζει; Τις
σ’ ανέδειξ’ αιφνιδίαν
από πτωχής πλουσίαν;"

"Αργά, την νύκτα των Φωτών
και των Θεοφανείων,
τον ουρανόν είδ’ ανοικτόν
κ’ εζήτησα χρυσίον.
Κι’ η έγκαιρός μου προσευχή
πλουσίαν, φίλε, κι ευτυχή
ανέδειξεν απόνως
εμέ και σε συγχρόνως".

Τας ερωτήσεις με πολλά
φιλήματα κωλύει
περί το σώμα του κολλά,
τον νουν του παραλύει.
Κι’ απροκαλύπτως και κρυφά
μυζά και τρέμει και ροφά
κι εν ηδονεί κι’ οδύνει
την δύναμίν του πίνει.

Εκείνος έχ’ εξαντληθεί
και ν’ αναπνεύσει θέλει
και ν’ αποφύγει προσπαθεί
τα θαλπερά της μέλη.
Αλλ’ άχ, κρατείται δυνατά!
είναι τα μέλη του λυτά
κ’ η δύναμίς τ’ ολίγη—
δεν εμπορεί να φύγει!

"Μακρός ο δρόμος και τραχύς
δεν μ’ έχει καταβάλει
μ’ αντλεί την ρώμην της ψυχής
η φλογερά σ’ αγκάλη!
Μέχρις οστών και μυελών
μ’ υφέρπει ρίγος σιγηλόν!
Ο νους σκοτούτ’ εντός μου
εκλείπ’ ο λογισμός μου!

"Σεμνήν, ωχράν, με συμπαθή
σ’ ηγάπησα καρδίαν
διψάς αγάπην εμπαθή,
αγάπην μ’ ακοσμίαν!
Πώς παρετράπη καλλονή
τόσον ηπία και αγνή!
Πώς μετεβλήθ’ εις είδος
σαρκομανούς Βακχίδος;"

"Κυφόν γραΐδιον, νωδόν,
πού πας τις κατεφρόνει,
την Τύχην εύρον καθ’ οδόν
και προσεδέχθην μόνη.
Κ’ η Τύχ’ ιδέ! Με καλλονήν
μ’ αντήμειψεν ερατεινήν,
μ’ αντήμειψε μ’ υγείαν,
με πυρ εις την καρδίαν.

"Ωχράν μ’ ηγάπας και δειλήν
κ’ υπόψυχρον τα στήθη.
Αν με την τύχην την καλήν
ο έρως μ’ επηυξήθη,
ως πρότερον δεν μ’ αγαπάς;
Σκληρέ! Διστάζεις; Σιωπάς;
Ο πλούτος με τα κάλλη
δεν σ’ έλκει; Δε σ’ αγάλλει;"

Και, χοπ! χοπ χοπ! Των δισταγμών
τας ρίζας αποκείρει.
Χοπ χοπ! Χοπ χοπ! προς τον ρυθμόν
της μουσικής τον σύρει.
Κι εις τ’ ασθενή του προσπαθεί
και πάλιν πάλι κατορθεί
να θλίψει ερωτύλη
τα διψαλέα χείλη.

Εις εν ομοίωμ’ ασφαλώς
μ’ εκείνον συνεπλάκη
και των οστών τ’ ο μυελός
εκ του πυρός ετάκη.
Κ’ ενώ ο πτωχός ιλίγγια
και κλίν’ ηρέμα κι’ ωχριά,
μετέωρον τον φέρει
και βλέπ’ αυτή και χαίρει.

Εκ των φλεβών του την ισχύν,
το αίμα τ’ έχει πίει
και την ασπαίρουσαν ψυχήν
τώρ’ ανασπά κ’ ελκύει!...
Εσβέσθ’ η άηχος φωνή
ο νους τα μέλη δεν κινεί
ψυχρός ιδρώς τον λούει
δεν βλέπει, δεν ακούει!...

Αχ, αχ! το στήθος του πονεί,
ριγούν τα κόκκαλά του!
Σφραγίς πιέζει μελανή
τα κρύα βλέφαρά του!
Κι ως οπτασίαν του σβεστήν,
ορά την πρώτην του μνηστήν,
την κόρη που προσμένει,
ως νύμφ’ ενδεδυμένη.

Εκεί, ο κώδων το τραχύ
ανείπε λάλημά του
κι ευθύς ετράπ’ η ταραχή
εις σιωπήν θανάτου!..
Συντάσσετ’ άλλος αλλαχού—
ηκούσθ’ ηδεία πανταχού
ωδή των αλεκτόρων
εκ των πλησιοχώρων!

Ντίγγ, ντίγγ! Ντίγγ, ντίγγ! "υπομονή,
κ’ ήλθ’ η στιγμή του γάμου
κ’ εστρώθ’ η κλίνη κ’ ηδονή
του νυμφικού θαλάμου!"
Ωχρόν, ψυχρόν, χωρίς πνοής
τον νέον από καταγής
επ’ ώμων των επαίρουν
και τέσσαρες τον φέρουν.

Εκπνέει, θνήσκει θλιβερά
η λάμψις των λαμπάδων
αργά τον ρύακα περά
ο θίασός των άδων.
Κι από φαράγγων σκοτεινών,
αναρριχώντ’ επί βουνών
και βράχων αποκρήμνων,
μετ’ εκλειπόντων ύμνων.

Η μήτηρ οίκοι προσδοκά,
κ’ η νύμφη περιμένει
και χαίρ’ εις όνειρα γλυκά
κ’ ελπίδας πλανωμένη.
Λαμπρός μαρμαίρ’ Αυγερινός
ερυθριών ο ουρανός
την εορτήν φωτίζει,
αλλ’ ο γαμβρός χρονίζει.

Δουπούσι βήματα γοργά,
η προσδοκί’ αυξάνει.
Ην όρθρος, έφεξ', είν’ αργά
το φως των δεν εφάνη!
Η νύμφη έχει κοσμηθεί
κι ο ιερεύς έχ’ ενδυθεί.
Η μήτηρ δεν αντέχει,
να τ’ απαντήσει τρέχει...

Εις όχθην ρύακος ψυχράν
νεκρός ο νέος κείται,
πλην δε γνωρίζουν την ωχράν
μορφήν τ’ η παροδίται.
Η μήτηρ μόνη, δυστυχής!
μ’ αγρίους σπαραγμούς ψυχής
το τέκνον της γνωρίζει
δεν κλαίει, δε γογγύζει!...

Φρικώδες άκουσμα κ’ οικτρόν
την χώραν καταθλίβει:
Από των βράχων και πετρών
πεσών κατεσυντρίβη!
Ετράπ’ εις πένθος η χαρά:
Η μήτηρ φθίνει παγερά
κ’ η νύμφη που χηρεύει
δύο νεκρούς κηδεύει!




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 741
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 11-12-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο