|
Στίχοι:
Μουσική: Αμελοποίητα
Τα χέρια του αγκάλιαζαν τη λαμαρίνα του πλοίου
για να νιώθει την παγωνιά μέσα του
για να σκουπίσει κάπου τη μοναξιά τους.
Το παιδί του έφευγε και η γυναίκα του έφυγε πέρυσι
όχι όμως έτσι. Ήρεμα, ελεύθερα, αιώνια
όχι, φυλακισμένη στα δίχτυα της αδικίας
χωρίς αυτήν την κατεψυγμένη απουσία.
Τα δάκρυα που εξατμίζονται
πάνω στο θολό τζάμι της ανάγκης.
Ο γιος του έκλαιγε και αυτός μάτωνε, στη σκέψη.
"Πες μου, να φύγω Ναι η Όχι;", έλεγαν τα μάτια του
ψάχνοντας απεγνωσμένα μια προτροπή, μια αντίσταση, μια ελπίδα.
"Πού είναι ο λαός μου;", Ψιθύριζε η ψυχή του πατέρα
και πετάξαν τα μαντίλια. Ζητωκραύγασαν. Ηδονίστηκαν.
Το σπλάχνο του σπάραζε και αυτός πέθαινε, στην εικόνα
και τα μαύρα πανιά φορέσαν ξανά, όπως τότε.
Και ο Μινώταυρος πάντα θα περιμένει την θυσία για να τραφεί.
Και έφυγαν. Όλοι έφυγαν. Χωρίς κουβάρι, χωρίς Αριάδνη, χωρίς ελπίδα.
"Πού είναι ο λαός μου;" Ρώτησε, με αδειανά τα χέρια.
Πριν γυρίσει το βλέμμα στον τερατώδη λαβύρινθο της ζωής του...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 255 Σχόλια: 1 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|