Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131905 Τραγούδια, 269726 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Το τραγούδι του Μορώγιαννου      
 
Στίχοι:  
Παραδοσιακό
Μουσική:  
Παραδοσιακό


Ο Γιάννης ο Μωρόγιαννος ο μωροπλενεμένος
τριών ημερινών γαμπρός ήτουν τζ’ επήεν στο ταξίδι,
να κάμη το τραντάμερον τζιαί έκαμεν τράντα γρόνους.
Τα άρματά του `κόψασιν, τα ρούχα του ελύσαν,
τα παναθύρκα που `μπαίννεν ε(γ)είραν τζι’ ασφαλήσαν,
η κάλη του εν που `μεινεν τζιαί τώρα την αρμάζουν.
Σηκόννεται τζιαί ο τζύρις του στ’ αμπέλια για να πάη,
αννοίει τες αγκάλες του τζιαί το Θεόν δοξάζει·
Δοξάζω σε, καλέ Θεέ, τζιαί δεύτερε τζιαί τρίτε,
ν’ ανέφανεν ο Γιάννουλος του κάμπου τζυνηώντας.
Παντές τότες ά(γ)ϊος ήτουν, Θεός τζιαί επάκουσέν του,
τζι’ ανέφανεν ο Γιάννουλος του κάμπου τζυνηώντας.
Τζιαί γεια σου, γεια σου θκιούλλη μου, ίντα ’ σσιεις τζιαί κουσσίζεις;
Ο Γιάννης ο Μωρόγιαννος ο μωροπλενεμένος
τριών ημερινών γαμπρός ήτουν τζ’ επήεν στο ταξίδι,
να κάμη το τραντάμερον τζιαί έκαμεν τράντα γρόνους.
Τα άρματά του `κόψασιν, τα ρούχα του ελύσαν,
τα παναθύρκα που `μπαίννεν ε(γ)είραν τζι’ ασφαλήσαν,
η κάλη του εν που `μεινεν τζιαί τώρα την αρμάζουν.
Τζιαί εγιώνη τάχα, θκιούλλη μου, φτάννω τωρά τον γάμον;
Αν έν’ ο μαύρος σου καλός φτάννεις του στο τραπέζιν,
ειδέ τζι’ εν κατώττερος φτάννεις τους εις τον στίχον.
Φτερνιστηρκάν του μαύρου του, τον μισόν δρόμον πάει,
ο άππαρος σσισσίνησεν τζι’ η κόρη `πολοήθην,
ο άππαρος που σσισσινά εν που τ’ αππάρκα μας,
ούλοι ας σκορπιστούν ΄πο δά τζιαί τώρα κοντοφτάννει.
Ο λόος εν ετέλιωσεν τζι’ εσούστην η αυλή της.
Αν εν δκιαβάτης ας διαβή ας δκιαβή, περάτης ας περάση,
τζι’ αν ένι που τ’ α(δ)έρκια μου ας μπ’ έσσω καβαλλάρης.
Άννοιξε πόρτα της ωρκάς, πόρτα της μαυρομμάτας,
πόρτα της γαϊτανόφρυδης τζι’ ήρτεν ο κληρονόμος.
Τζιαί πε σημάδκια `γκαδκιακά τζι’ η πόρτα να σ’ αννοίξη.
Μάνα μου στην αυλού(δ)αν σου εσσεις χρουσήν μηλού(δ)αν
τζιαί κάμνει μήλα κότσσινα ωσάν την αφεντιάν σου.
Τζιαί πε σημάδκια `γκαδκιακά τζι’ η πόρτα να σ’ αννοίξη.
Πο’ πάνω στο κλινάριν σου ένι χρουσόν ατού(δ)ιν,
τζιαί μοιάζεις του στο πέταμαν λεγνόν μου περτικού(δ)ιν.
Τζείνον οι σκλάβες ξέρουν το πέρκιμου να σου τό΄παν.
Τζιαί πε σημάδκια `γκαδκιακά τζι’ η πόρτα να σ’ αννοίξη.
Μάνα μου στο αφφάλιν σου έσσεις χρουσήν μαλλού(δ)αν,
τρεις γύρους την εζώννεσαι τζι’ ακόμα περισσεύκει.
Καλώς ήρτεν ο Γιάννουλος τζι’ η πόρτα ας ανοίξη.


Στη Πιτσιλιά έλεγαν αυτή τη παραλλαγή του Μορώγιαννου


Έστραψεν η ανατολή τζιαί πα να ξημερώση,
παν τα πουλλάκια στην βοσκήν τζι’ οι κοπελιές στην βρύσιν,
πκιάννω τζιαί εγιώ τον μαύρον μου πάω να τον ποτίσω.
Βρίσκω μιαν κόρην τζι’ έπλαινεν σε χρουσταλλένην βούρναν
λλίον νερόν της ζήτησα να πκιώ εγιώ τζη ο μαύρος.
Σαράντα σίκλες έσυρε τζιαί πάνω εν ψηλόννει,
εις τες σαραντατέσσερεις η κόρ’ αναστενάζει·
κόρη αν το λυπήθηκες εγιώ σου το πλερόννω.
Νερόν εν ελυπήθηκα τζιαί πλερωμήν εν θέλω,
άντραν έχω εις την ξενιδκιάν τζιαί λείπει δέκα χρόνους,
Τζιαί πε μου τα σημάδκια του πέρκι τον αγνωρίζω·
Μακρύς, λιανός στο μπόϊν του όπως την αφεγκιάν σου,
έκλωθεν το μουστάτζιν του τζι’ επήαιννεν στα ΄φκιά του.
Εχτές προχτές τον ντάμωσα στης Πόλης τ’ αρκαστήρκα
στης Πόλης τα κρασαρικά τον είδα σκοτομένον,
λλίον πανίν τον δάνεισα τζι’ ήρτα να μου το δώσης
λλίον τζερίν δάνεισα τζι’ ήρτα να μου το δώσης.
Αν τον εδάνεισες τζερίν διπλόν να σου το δώσω.
Λλίον λιβάνιν τού δωκα τζι’ ήρτα να μου το δώσης.
Τζιαί αν λιβάνιν τού δωκες διπλόν να σου το δώσω.
Έναν φιλίν τον δάνεισα τζι’ ήρτα να μου το δώσης.
Αν τον εδάνεισες φιλίν λάμνε να σου το δώση.
Κόρη εγιώ `μαι ο άντρας σου, εγιώ το στέφανόν σου.
Πε μου σημάδκια της αυλής ν’ αννοίξω νά ρτης έσσω.
Μέσα στην μέσην του σπιδκιού κρέμμεται το γυαλλίν σου,
φέγγει σου τζιαί στολίζεσαι τζιαί πας στου αερφού σου.
Πέ μου σημάδκια του κορμιού ν’ αννοίξω νά `ρτης έσσω.
Ελιάν έσσεις στο μάουλον ελιάν εις τη μασκάλην.
Μέσα στον άμα δκυό βυζιών τ’ άστρη τζιαί το φεγγάριν.
Στρώσετε βά(γ)ες στρώσετε την αρκυρήν την κλίνην,
τούτος ένι ο άντρας μου τούτο `ν το στέφανόν μου.
Βάρτε το μουσκοκρέββατον τον ξυλαλάν σεντόνιν,
τζιαί τρεις μούττες βασιλιτζιάν βάρτε προσσέφαλόν του,
τζιαί τρία καντρία ροδόστεμμαν ραντίστε τα που πάνω
Γκαλιές, γκαλιές επιάσασιν τζι’ επήαν εις την κλίνην.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 392
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   NOCTOC @ 22-01-2018


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο