[align=center]Ένα παγωμένο βράδυ, θα 'ταν χειμώνας ή καλοκαίρι
η Οφηλία έβαψε με αίμα το ένα της χέρι
όταν με όπλο σκότωσε με πόνο και φοβέρα
τον δύστυχο της άντρα που γυρνούσε σε ξένα λημέρια.
"Αγάπη μου Οφηλία μου άσε να σου εξηγήσω
εγώ με πόνο δεν ήθελα μονάχη να σ'αφήσω
μα είναι η φύση μου ανίκητη όπως και η επιθυμία
σε ξένη αγκαλιά να μπω, να τρέμω από λαγνεία"
Μα η Οφηλία λέξη δεν ξεστόμισε
μήτε έχυσε ένα δάκρυ
και μ'ένα όπλο του συρμού
τον χτύπησε στο κεφάλι.
Άφησε το παγωμένο αίμα του
το φόρεμα της να λερώσει
καθότανε και σαν δαίμονας
τον κοίταζε για να τον αποτελειώσει.
Τώρα έξω από το σπίτι της
άλλο δεν τραγουδάνε
σαν να η φύση σώπασε
και όλα για αυτήν πονάνε.
Γιατί εκείνη μίσησε
την ίδια της την αγάπη
και για ένα παραστράτημα
τον έσβησε από τον χάρτη.
Ένα κρύο βράδυ του έρεβου και του μίσους
η Οφηλία μπλέχτηκε στα δίχτυα του σκοτεινού της πάθους
και μ'ένα πυροβολισμό ο νους γέμισε με φωνές
της συνείδησης νεράιδες διαβολικές.[/align]