Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132741 Τραγούδια, 271229 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Εγώ αντέχω
 Τι είδα σε μια βόλτα μου στο πάρκο.
 
Εγώ αντέχω.
Share
Saturday, May 16, 2009 at 11:47pm | Edit Note | Delete

Πολλές φορές έχω κατηγορηθεί για διάφορα πράγματα, παραπονιάρης,επίμονος, πεισματάρης, ασεβής, υπερβολικός... . Δεν με νοιάζει και πολύ.
Ξέρω τι είμαι , είχα όλο το χρόνο να το ψάξω και να το αποκαλύψω και μέσα από αυτό έμαθα αναγνωρίζω ασκαρδαμυκτί το είδος που έχω απέναντι μου.
Είχα ρίξει πολύ “δουλειά” σε αυτό της είχα πει, στο μέσα. Πειράζει; Μ' ακούς;
Τέντωσα κάποτε το είναι μου, το μυαλό μου και η οπτική μου γωνία άλλαξε μια για πάντα!
Δεν με νοιάζομαι πια για φτηνές πτήσεις, ούτε τα ήρεμα χαλαρωτικά ταξίδια. Πρέπει κάθε φορά να είναι πιο περιπετειώδες και πιο βαθύ το ταξίδι. Το κάψιμο είναι που μου άρεσε και είχα αποφασίσει να το ζω κάθε φορά όλο και πιο πολύ.

Έξω άστραφτε και ο καιρός είχε αγριέψει τόσο. Χαιρόμουν διότι για μια φορά είχε αποφασίσει τι ήθελε και δεν ταλαντευόταν. Κάποτε ζητούσα θυμάμαι ξεκάθαρες θέσεις και με τον καιρό είχα παράπονα, δεν ήξερε αν ήθελε να μας ζεστάνει και να αφήσει τις ακτίνες του ηλίου να πέσουν πάνω μας και να μας λούσουν. Σήμερα είχε συνοφρυωθεί και με κοιτούσε από ψηλά με μένος, είδα τους κεραυνούς στα χέρια του και τα νέφη δίπλα του έτοιμα να μας σκεπάσουν σαν πέπλα. Είναι η κατάλληλη στιγμή σκέφτηκα.

Βγήκα έξω να κάνω μια βόλτα,έτσι όπως ήμουν, κατάκοπος και σπασμένος. Δεν πήρα ομπρέλα. Τι και να βραχώ; Περπάτησα λίγο, σαν να σερνόμουν, και έφτασα στο γνώριμο μου πάρκο. Έκατσα στο παγκάκι με το ταλαιπωρημένο δέντρο από επάνω. Τόσοι έρωτες χαραγμένοι στο φλοιό του, πόσα θα είχε δει. Πόσες φορές με κοίταζε να προσπαθώ να βολευτώ, δεξιά-αριστερά. Ένιωσα το νερό να ποτίζει πλέον το ήδη βρεγμένο παντελόνι μου, και σαν να μην κατάλαβα τι έγινε, πετάχτηκα ξαφνιασμένος. Κοιτώντας πίσω γέλασα ανόητα. Τι κι αν βραχώ;

Τότε με την άκρη του ματιού μου είδα ένα μουσκεμένο ποδηλάτη να ορμάει προς το μέρος μου. Είδα το μικρο φωτάκι του να με πλησιάζει μανιασμένα και οι αισθήσεις μου συνέχισαν να ταράζονται από τον ήχο των σπαστών ελληνικών του.
“Κανε άκρη! Άκρη λέει!” , “Κάνε άκρη φίλε”. Ένας οικονομικός μετανάστης; πάνω σε ένα παλιό ποδήλατο, σκουριασμένο και με τον ήχο του δυναμό να με γυρνάει πίσω στο σχολείο. Σκουριασμένος κι αυτός θαρρείς, σκεβρωμένος σαν στραβοσουγιάς, κοκαλιάρης. “Άκρη. Άκρη”

Και πριν προλάβω να κάνω οτιδήποτε, εκεί πάνω στις πλάκες, στην ερημική και σκοτεινή μου γωνιά, βρέθηκα να με πλησιάζει ένα δεύτερο διερχόμενο όχημα.
Κοίταξα καλά σαν να μην πιστεύω στα μάτια μου. Δύο νέα φώτα χάλαγαν την αρμονία του νυχτερινού μου τοπίου. Προσαρμοσμένα σε ένα μηχανοκίνητο ηλεκτρικό καροτσάκι αυτά τα δυο παγωμένα ολόλευκα κρύα μάτια με μαγνήτιζαν όπως τα ζώα το φως.
Έμενα ακίνητος και κοιτούσα. Μαρμαρωμένος. Ξεχώρισα μια μορφή.
Ένας παχουλός τριαντάρης με ανακατεμένα μαλλιά που έφταναν πιο κάτω από τους ώμους , ανοιχτόχρωμα και λαδωμένα, άλουστα σαν κάποιου τουρίστα με σακίδιο στην πλάτη. Το πρόσωπο του ήταν χαραγμένο, και καλυμμένο με ένα ξανθό μπλεγμένο μούσι. Καρό βρώμικο πουκάμισο και μπλε τζιν. Κλασσικό, σκέφτηκα. Με το δεξί χέρι οδηγούσε το αμαξίδιο αυτό μέσω ενός μοχλού, ενώ στο άλλο είχε σφηνωμένη μια μπύρα. Μα έτρεχε σαν μανιακός. “θα σκοτωθεί” είπα μέσα μου. “Θα αποτελειωθεί αυτός” μουρμούρισα και ένιωσα τον αέρα από το ξέφρενα κινούμενο καροτσάκι να μου χαϊδεύει τα πόδια. Πέρασε ξυστά μπροστά μου και μου κόπηκε η ανάσα. Ο ήχος διαπερνούσε το ακουστικό μου νεύρο και έφτανε στον εγκέφαλό μου σαν εικόνα τυπωμένη σε χαρτί με ανεξίτηλο μελάνι.

Πόσο κοντά μου πέρασε...

Μία ομάδα πιτσιρικάδων με skateboard και πατίνια γελάγανε και φωνάζανε ξεδιάντροπα: “Φίλε.. τα πάμε...; Τα στήνουμε για τις άδειες; Έλα φίλε, τα πάμε;”
Γελούσαν ακατάπαυστα, ενοχλητικά. Ξύπνησαν το θεριό μου. Πύρινο ξεπρόβαλε απειλώντας και βρίζοντας με λόγια ακατάληπτα. Το άκουγα πάλι να σκίζει την σάρκα μου και να προσπαθεί να βγει στο σκοτάδι, στο φως της μοναδικής λάμπας στο πάρκο.
Δεν το άφησα, του επέβαλα να τραφεί από την καρδιά μου. Την δικτατορική καρδιά μου. Να καταλαγιάσει την πείνα του με σάρκα από το δικό μου σώμα. Τα σκοινιά το τύλιξαν , ο πόνος το αγκάλιασε και αυτό το θεριό αποκοιμήθηκε πάλι νανουρισμένο από τον ήχο ενός τραγουδιού: “...κ' είπε, κ 'είπε ποτέ σου μην τους πεις, τι άσχημοι που μοιάζουν, αυτοί που σε σιχαίνονται μα στέκουν και κοιτάζουν...”

Πόσο κοντά μου πέρασε... Πόσο κοντά του πέρασα.

Τι γίνεται εδώ; Ακόμα δεν έχω καταλάβει. Βρέθηκα μάρτυρας σε μια αρρωστημένη κόντρα; Σε αγώνα ταχύτητας; Κάθισα στο παγκάκι και μούσκεψα, κοιτώντας το κενό.
Τα μάτια μου είναι ανοιχτά, είμαι βρεγμένος μέχρι το κόκαλο. Δεν έχω αποκοιμηθεί. Να το επιβεβαιώνεται, ξαναπερνούν μπροστά μου και σταγόνες από τα ελάχιστα μα λασπωμένα απόνερα τους με βρίσκουν στο πρόσωπο. Τα μαλλιά μου είναι βρεγμένα και πέφτουν στο πρόσωπό μου. Τα παραμερίζω και κοιτώ τον βιαστικό τριαντάχρονο τύπο στο αμαξίδιο. Πίνει μια γουλιά μπύρα και με κοιτάει κατάματα.
Και εκείνη την στιγμή ο χρόνος σταματά και κάθε λεπτομέρεια γίνεται διακριτή και γιγάντια. Τα μάτια του είναι μικρά και βαλμένα στις κόχες τους, το μούσι του είναι πιο σκούρο τελικά και περιποιημένο, τα μαλλιά του είναι σκούρα,λουσμένα και καλοχτενισμένα , στεγνά μετά από τόση βροχή, φοράει μαύρο πουκάμισο και μαύρο τζιν με γυαλισμένες μπότες. Ο αέρας μου φέρνει μυρωδιά από εσπεριδοειδή και κεχριμπάρι, την ξέρω καλά αυτή την μυρωδιά. Γυρνάω ενστικτωδώς να μυρίσω τον καρπό μου. Μυρωδιά βρεγμένης σάρκας ανακατεμένη με μπύρα, σαν αυτή από το τέλος των συναυλιών. Η ματιά μου τραβιέται από την αντανάκλαση της λάμπας στις λίμνες της βροχής. Και ενώ κοιτώ κάτω, με αντικρίζω να καθρεπτίζομαι βρώμικος και μουσκεμένος με ένα άθλιο πουκάμισο και ένα μπουκάλι μπύρας στο χέρι.

Είμαι εγώ; Πού είναι το θηρίο μου; τα σκοινιά και ο πόνος μου; Άπλα ζαλισμένος αισθάνομαι και αδύναμος. Δεν μπορώ να κουνηθώ. Σαν να έχω χτιστεί και εγώ ανάμεσα στις πλάκες. Κάθομαι στο παγκάκι. Τι άλλο να κάνω με καρδία που θέλει να πετάξει και με πόδια πακτωμένα βαθιά στο τσιμέντο;Δεν μπορεί να είναι αυτό πραγματικό. Αφού θυμάμαι καλά.

Πόσο κοντά μου πέρασε... Πόσο κοντά του πέρασα... Το απέφυγα...

Θυμάμαι, επίμονο με είπαν και άμυαλο, αλλά εγώ δεν ήθελα να οδηγώ μόνος.

Θυμάμαι, ξεροκέφαλο με λέγαν και πεισματάρη, άλλα ένα μέρος ποτέ δεν με χώρεσε.

Θυμάμαι, ασεβή με είπαν και υπερβολικό και όντως την γνώμη τους δεν την σεβάστηκα, ούτε τον πόνο μου.

Θυμάμαι , παραπονιάρη με είπανε, αλλά στον δαίμονα μου ποτέ δεν παραπονέθηκα.

Θυμάμαι να δραπετεύω, να ταξιδεύω, να αλητεύω.

Γυρνώ και κοιτώ σαστισμένα στα μάτια του ξανά και τρομάζω, εγώ είμαι;
Θεέ μου εγώ είμαι; Ενστικτωδώς κλείνω τα μάτια και τα ανοίγω ξανά με απογοήτευση. Οι ματιές μας ξανασυναντιούνται. Μου γελάει λυπημένα με τόση θλίψη που κάνει τον πόνο μου να σωπαίνει. Πετάει στον αέρα το μπουκάλι της μπύρας και ξεχύνεται πίσω από τον λαχανιασμένο ποδηλάτη που οι δυνάμεις του σιγά σιγά εγκαταλείπουν. Πετάγομαι από το βρεγμένο παγκάκι και πιάνω το μπουκάλι πριν σπάσει στις γλιστερές πλάκες.

Κουράγιο φίλε μου, ένας γύρος ακόμα και θα τον φτάσεις, και είμαι βέβαιος θα τον ξεπεράσεις στον επόμενο. Γυρνάω την πλάτη στην ομάδα των πιτσιρικάδων που χλευάζει ακατάπαυστα και περπατώ στην άκρη του δρόμου. Μυρωδιά από εσπεριδοειδή και κεχριμπάρι. Την γνωρίζω αυτή την μυρωδιά. Γυρνάω ενστικτωδώς να μυρίσω τον καρπό μου. Χαμογελάω. Θυμάμαι.

Και τότε.

Το ένιωσα να ξεχύνεται τρελό και τυφλό προς αυτό το τσούρμο πιτσιρικάδες. Ξέρεις αυτούς με τα σκουφιά και τα πολύ φαρδιά ρούχα. Με στραβά καπελάκια και ασημικά χωρίς αξία και σημασία. Κανένα σκοινί δεν το περιόριζε. Δεν βρέθηκε τίποτα στο δρόμο του. Αποφασισμένο να μην αφήσει τίποτα ζωντανό στο δηλητηριώδες διάβα του. Το θεριό μου ξέφυγε από τα δεσμά μου και στράφηκε αλλού. Δεν με είχε μάθει έτσι. Όταν κάτι το ενοχλούσε, γύρναγε και δάγκωνε το είναι μου. Τώρα;

Οι λέξεις του ήταν πύρινες μπάλες που δεν έβρισκαν το στόχο. Γύρναγαν αδέσποτες από δω και από εκεί. Μάταια. Άδικα. Δεν καταλαβαίνει κανείς. Δεν αισθάνεται κανείς. Στην θέα ενός καθηλωμένου ανθρώπου σε τέσσερις ηλεκτροκίνητες ρόδες, οι συνειδήσεις τους βάζανε στοιχήματα. Στην θέα ενός άλλου με δεκανίκια, έβγαζαν εξανθήματα. Σε αυτούς που περπατούσαν, γελάγανε με το στραβό βηματισμό τους.
Τις γέρικες φωνές που έκρωζαν για βοήθεια τις είδα κλεισμένες σε ιδρύματα. Φονικά.
Τερατουργήματα.
Πριν το τελευταίο ταξίδι της ψυχής τους, τους τάιζαν ξινό ψωμί, κρατούσαν τις καρδιές τους δεμένες στα λευκά κρεβάτια. Τραβούσαν και χτυπούσαν τα χέρια που αγωνιούν να κρατηθούν για λίγο ακόμα έξω στο φως, από τα κάγκελα των παραθύρων.

Και αυτοί οι πιτσιρικάδες, κορόιδευαν ότι έβλεπαν. Χτυπούσαν γέρικα σώματα, μέλλοντα πτώματα. Χλευάζανε και γελούσαν. Τους ταλαιπωρούσαν. Όποιον δεν “έμοιαζε” τον ενοχλούσαν. Κορόιδευαν τις γεμάτες κοπελίτσες στην παραλία και τις φορτώνατε ονόματα. Όποιον δεν ισορροπούσε στα γλιστερά βότσαλα, τον έσπρωχναν.

Έκατσα και παρατήρησα την αρτιότητα στην κατασκευή αυτών των πιτσιρικάδων.
Οξυδερκείς. Ετοιμόλογοι. Απίστευτοι ατακαδόροι. Πλασμένοι από σκληρά υλικά. Εντυπωσιακά πλάσματα. Γεμάτα ζωή. Γεμάτα με υπερφίαλο εγωισμό και άκρατη αισιοδοξία. Φιλάρεσκοι γύπες, στην αναζήτηση νέου κουφαριού για να τσιμπολογήσουν. Με μάτια που παίζανε. Σβηστά. Σβηστά. Παγωμένα. Άθλιοι πτωματοφάγοι.
Ταϊσμένοι από τα γαμψά ράμφη των αδιάφορων αρπακτικών που αποκαλούσαν γονείς.
Ζωντανά, που ποτέ δεν αναζήτησαν τροφή ποτέ. Πραγματική. Χορταστική.
Για τα μάτια ζούσαν. Σπασμένοι καθρέπτες. Για την γλώσσα τους, που μόνο τα όμοια είδη καταλάβαιναν.

Είχα ρίξει πολύ δουλειά στο μέσα, στο είχα πει. Και αναγνώριζα τα είδη αμέσως.
Συνέχισα το βήμα μου στην βροχή, που με έκαιγε. Καπνός έβγαινε από τα ρούχα μου.
Κοίταξα πίσω από τον ώμο μου τους στεγνούς νεαρούς. Άκουγα μακρινές φωνές, με καλούσαν. Με αποκαλούσαν. Ξυπνούσαν την φωνή μου, το αγριεμένο θεριό μου, που κρυβόταν στου μυαλού μου την πλατεία. Θυμήθηκα ξαφνικά, αυτούς τους αλλοδαπούς που αντάλλασσαν κροτίδες έξω από την εκκλησία, χασκογελώντας, κάθε φορά που τρόμαζαν κάποιον που περνούσε. Ανάσα ο Κύριος είχα πει και είχα γυρίσει πίσω τότε. Περνώντας την κόκκινη πόρτα μου, εισβάλλοντας στο ίδιο μου το σπίτι, πνιγμένος από την κλεισούρα. Οικονομικοί μετανάστες θέλουν να αποκαλούνται. Άθλια, ενοχλητικά παράσιτα, που βολοδέρνουν σε πλατείες και σοκάκια, τρομοκρατώντας και βρίζοντας με βαρβαρική γλώσσα.
Γύρισα.
Κοίταξα με ματιά σαν κρύα λεπίδα.
Κανένας ήχος δεν σώπασε. Φασαρία ξέσπασε στην πλατεία.
Εκεί που κρυβόταν το θεριό. Γιατί το ξυπνάτε πάλι;

Το βλέμμα μου τραβήχτηκε από το γρήγορο βήμα δυο κοριτσιών. Βιαστικές κάτω από χρωματιστές ομπρέλες, διέσχιζαν το μουσκεμένο πάρκο. Και ξαφνικά σιγή. Οι φωνές που με καλούσαν σταμάτησαν και στράφηκαν προς εκείνες. Εκθαμβωτικά πλάσματα της νύχτας. Βγαλμένα από παραμύθι θαρρείς. Τα μάτια τους έλαμπαν στο ημίφως του πάρκου και τα χείλη τους μαγνήτιζαν. Άνοιξαν το βήμα τους και άρχισαν να απομακρύνονται από τις φωνές που καλούσαν εκείνες τώρα με χυδαία και αισχρά ονόματα. Περνώντας δίπλα μου,άκουσα κάθε νότα από τα μεθυστικά αρώματα τους, πρόσεξα τα καλοφτιαγμένα χαρακτηριστικά τους. Πεταλούδες που Θα εντυπωσίαζαν τον κάθε αγύμναστο νου σκέφτηκα, και την σκέψη μου διέκοψε η διαπεραστική μάτια της μιας τους. Αναζητούσε στο βλέμμα μου την λύτρωση από τις φωνές κατάλαβα.
“...αν θέλεις να σωθείς από την ομορφιά σου...”, ψιθύρισα, “...πάρε τσεκούρι και σπαθί και κόψε τα φτερά σου...”

Συνέχισαν να απομακρύνονται ενώ οι φωνές δεν τις ακολουθούσαν. Βαριεστημένες μορφές, που δεν ήθελαν να βραχούν. Πλησίασα κοντά τους και τους έριξα μια ματιά. Φορούσαν ζέρσεϊ από ομάδες του ράγκμπι. Χρωματιστές, τεράστιες. Ήταν πέντε – έξι. Η ψυχολογία του όχλου τους κρατούσε εκεί, ενωμένους σε μια ομάδα. Προστατευμένοι από την βροχή κάτω από ένα μισογκρεμισμένο υπόστεγο. Μπροστά στεκόταν ο μαέστρος αυτής της φάλτσας ορχήστρας. Φορτωμένος με κιλά νίκελ.

Τον κοίταξα κατάματα. Όχι με κακία ή φθόνο. Με κοίταξε κατάματα με μια ψωροπερηφάνια και υπεροψία που σε κλάσματα δευτερολέπτου μετετράπη σε φόβο.
Ένοιωσα την φωνή μου να ανεβαίνει από μέσα μου, τον λόγο μου να οπλίζεται με σπαθιά και μαχαίρια. Έπιασα τότε το καυτό θηρίο με τα γυμνά μου χέρια. Πόνεσα μέχρι τα βάθη της ψυχής μου. Το έπνιξα, του έκοψα τον αέρα και ανάσανε από την ανάσα μου. Το θειάφι δηλητηρίαζε κάθε κύτταρο μου. Η πικρή αηδιαστική γεύση του ξυπνούσε τον πόνο. Πάλευε πάλι μέσα μου. Έσκιζε πάλι την σάρκα μου. Εκεί μέσα θα μείνεις λατρεμένο μου, του είπα. Εύφλεκτη φωνή μου, κρύψου. Θρέψου από την καρδιά που τόσο καιρό θρέφεσαι.

Τα παιδιά αυτά δεν αποτελούν την τροφή σου. Εγώ είμαι η τροφή σου.

Τα παιδιά αυτά δεν θα αντέξουν τις δαγκωματιές σου, το δηλητήριο σου.
Εγώ αντέχω.

Και το δικό τους. Και το δικό σου.
Εγώ αντέχω.



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 2
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Συναισθήματα - Εικόνες
      Ομάδα
      Πεζά
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

 
ΓΙΑΝΝΗΣ Κ
22-05-2009 @ 21:40
Εγω παλι φιλε μου-μπορω να σε λεω φιλο?-ΔΕΝ ΑΝΤΕΞΑ.
Δακρυσα.Και εχω χρονια να δακρυσω διαβαζοντας κατι.
Δε ξερω γιατι,για την ομορφια του,για τις αληθειες του,δε ξερω.
Αυτο που ξερω ειναι οτι δε πρεπει να κανεις τιποτα αλλο στη
ζωη σου.Μονο να γραφεις.
Θα ηθελα να διαβασω βιβλιο σου.
Για τους λαθρομεταναστες κοιτα ενα δικο μου εδω,συμφωνω
http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Poems&act=details&poem_id=97419
Αυτη ητν μια δικη μου βολτα
ΣΟΥΡΜΠΙΤΣΑ
23-05-2009 @ 01:18
Ένοιωσα την φωνή μου να ανεβαίνει από μέσα μου, τον λόγο μου να οπλίζεται με σπαθιά και μαχαίρια. Έπιασα τότε το καυτό θηρίο με τα γυμνά μου χέρια. Πόνεσα μέχρι τα βάθη της ψυχής μου. Το έπνιξα, του έκοψα τον αέρα και ανάσανε από την ανάσα μου. Το θειάφι δηλητηρίαζε κάθε κύτταρο μου. Η πικρή αηδιαστική γεύση του ξυπνούσε τον πόνο. Πάλευε πάλι μέσα μου. Έσκιζε πάλι την σάρκα μου. Εκεί μέσα θα μείνεις λατρεμένο μου, του είπα. Εύφλεκτη φωνή μου, κρύψου. Θρέψου από την καρδιά που τόσο καιρό θρέφεσαι.


....Yπεροχο....ολο! ::theos.:: ::theos.:: ::theos.:: Καλημερα

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο