| Ο ΘΕΡΙΣΤΗΣ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ (Παραμύθι σε 4 συνέχειες...)
Μια φορά κι έναν καιρό, πριν πολλά - πολλά χρόνια, υπήρχε μια χώρα μακρινή, πέρα απ’ τα μεγάλα δάση, στην άκρη της απέραντης γαλάζιας θάλασσας. Η χώρα ήταν πλούσια και πανέμορφη. Ένα μεγάλο ποτάμι διέσχιζε αυτή τη χώρα απ’ την μιαν άκρη ως την άλλη κι έφτανε ως τη θάλασσα. Κι από ‘κει ως ψηλά στους λόφους, δεξιά κι αριστερά του ποταμού, απλώνονταν απέραντοι κάμποι και περιβόλια και πάνω τους βάραιναν οι κερασιές κι οι μυγδαλιές και κάθε καλοκαίρι χρύσιζαν τα πλούσια στάχυα, απ’ άκρη σ’ άκρη του μεγάλου βασιλείου κι ακόμη πιο μακριά, ως κεί που έφτανε το μάτι.
Και πιο πάνω από τον κάμπο, στο λόφο ψηλά στο βουνό, βρισκόταν το μεγάλο παλάτι του βασιλιά της χώρας αυτής, που η δύναμή του και τα πλούτη του ήταν ξακουστά στα πέρατα της οικουμένης. Και ‘κει στο μεγάλο κάστρο, ζούσε ο βασιλιάς με την πανέμορφη κόρη του, που την αγαπούσε όσο τίποτε άλλο στον κόσμο
Κι αν κατηφόριζες τα δρομάκια που ξεκινούσαν έξω από το κάστρο, θα συναντούσες αυλές περιποιημένες, γεμάτες λουλούδια κι άσπρα ασβεστωμένα σπιτάκια που απλώνονταν πάνω στο λόφο ως τις αρχές των χωραφιών. Εκεί, ζούσε ένα παλικαράκι, που δούλευε στην υπηρεσία του βασιλιά. Το χειμώνα κυνηγούσε στα δάση, έκοβε ξύλα κι έκανε όλες τις δουλειές που διέταζε ο βασιλιάς. Και τα βράδια, καθόταν με τους φίλους του, κοντά στο αναμμένο τζάκι, πίνανε γλυκό κρασί και λέγανε ιστορίες από τα μεγάλα δάση κι από άλλες χώρες πλούσιες και εξωτικές και περνούσε όμορφα ο μακρύς χειμώνας.
Κάθε καλοκαίρι ο βασιλιάς έδινε διαταγή να θεριστούν τα στάχυα και να μαζευτεί η σοδειά στα περιβόλια. Και κάθε καλοκαίρι το όμορφο παλικάρι θέριζε στον κάμπο τα στάχυα, έτσι όπως είχε διατάξει ο βασιλιάς του
Περνούσαν οι χειμώνες, περνούσαν και τα καλοκαίρια. Και η βασιλοπούλα μεγάλωνε στο παλάτι και το παλικαράκι θέριευε και γινόταν όλο και πιο όμορφος άντρας, σαν να ωρίμαζε μαζί με τα στάχυα, που θέριζε όλη μέρα στο χωράφι. Κι όταν ερχόταν η ώρα της μεσημεριανής σχόλης, καθόταν στην όχθη του μεγάλου ποταμού και ξεκουραζόταν και ο νους του ταξίδευε στις κοπέλες του χωριού κι αναρωτιόταν, αν θα ‘ρχοταν η ώρα ν’ αγαπήσει κάποια απ’ αυτές
Η Βασιλοπούλα και το παλικάρι, δεν είχαν δει ποτέ ο ένας τον άλλον…
Συνεχίζεται...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 11 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|