| η λύπη κι η χαρά μου πως παν αντάμα – αντάμα;
κι εκεί που ζω το θαύμα
και σ’ έπαρση είν’ ο νους
απ’ το μηδέν αρχίζω να ψάχνω τη φωνή μου
ερείπια η ψυχή μου
στο φόβο ενός σεισμού
Η αγάπη με το μίσος πως πάνε χέρι- χέρι;
τι θέλει το μαχαίρι
σε χέρι αδερφικό;
γιατί αναδίδει ο ύπνος, οσμή νωπού χωμάτου ;
στο κόκκινο του αιμάτου
πως βάφτηκε ο καιρός;
το γέλιο και το κλάμα πως πάνε πλάι - πλάι;
ποιος τάχα μου μιλάει
με λόγια της σιωπής;
τα μάτια μου σφαλίζω νιώθω να φεύγω σάμπως
μες στ’ ουρανού το θάμπος
σε μια καινούρια γη
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|