|
Βαλσαμωμένη η χαραυγή προβάλει νυσταγμένα
Κι εγώ που την εμίσησα και μίσησα και μένα
Βλέπω τα νυχτοπούλια ν’ αφήνουν τα κλαδιά
Σαν τζίτζικες που πρόλαβε η βαρυχειμωνιά.
Χρυσές ανέμισαν κλωστές ολόγυρα στην πλάση
Κι αναρωτιούνται οι στοχαστές ποιος να τις έχει πλάσει.
Μα το κερί που λιώνει αργά κι άτσαλα τρεμοπαίζει
Τις περασμένες χαραυγές θυμίζει στο τραπέζι.
Μα ετούτη το ομολογώ όμορφη σαν νια κόρη
Αέρινο ως και το φως που χύνεται στα όρη.
Ανοίγω διάπλατα να δω απ’ τη στενή μου κλίνη
Ακολουθώντας μια σκιά που όσο πάει και σβήνει
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|