| Ο Βόμπιρας,ο Μόμπιρας
κι ο Μικροκωσταντίνος
μια μέρα ξεκινήσανε
στον πόλεμο να παν.
Περίμεναν τον άρχοντα
ν'αρματωθείκι εκείνος
κι απ'τα βαθιά χαράματα
την πόρτα του χτυπάν.
Έτσι κι εγώ ένα βραδάκι
πήρα τους δρόμους μοναχή
είχα σηκώσει βοριαδάκι
έδιωχνε η νύχτα τη βρχή
και στο παλιό καφενεδάκι
δεν με περίμενε ψυχή.
Ο Βόμπιρας ο Μομπιρας
κι ο Μικροκωσταντίνος
τα νειάτα τους αφήσανε
στ'απάτητα βουνά.
Μα πάνω από το μνήμα τους
εφύτρωσε ένας κρίνος
να τους θυμάται ο άρχοντας
και να τους προσκυνά.
Έτσι κι εγώ ένα ωραδάκι
πήρα τους δρόμους μοναχή
είχα σηκώσει βοριαδάκι
έδιωχνε η νύχτα τη βροχή
και στο παλιό καφενεδάκι
δεν με περίμενε ψυχή.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|