| Θα μπορούσα να είμαι μία φιγούρα,
μία σκιά, ντυμένη στα μαύρα και
βρεγμένη από τη βροχή. Μόλις αρχίσει
να φαίνεται ο ήλιος θα ανασηκώσω το
παλτό μου και θα φροντίσω να καλύπτει
το πρόσωπό μου. Στο στεγνό δρόμο τα
βήματά μου θα είναι λίμνες και στα
ποτάμια ξερά. Το πρόσωπό μου δεν έχει
πια χαρακτηριστικά. Ξεπλύθηκαν από τη
βροχή κι αυτά. Τα χέρια μου δεν έχουν
δάχτυλα. Τα έφαγα. Γύρω μου περπατάνε
κι άλλοι. Είναι πιο μικροί. Πιο
διάφανοι. Πιο επικίνδυνοι. Κρύβονται
πίσω από κάθε πέτρα, κάθε δέντρο, κάθε
εμπόδιο στο δρόμο μου. Θέλουν να
σκίσουν τα ρούχα μου, να χαράξουν το
πρόσωπό μου. Δεν μπορούν. Δεν θα
πλησιάσω αρκετά. Κι όταν πλησιάζω,
ξέρω τι να κάνω. Πια. Τους καρφώνω με
μια ματιά και εκεί ακριβώς που
στέκονται, λιώνουν. Αργά και
βασανιστικά. Μέχρι να λιώσουν τόσο που
εκεί ακριβώς που στέκονταν δε θα
υπάρχει τίποτα. Τίποτα διαφορετικό.
Μόνο μία τρύπα στο έδαφος και στον
αέρα. Από αυτές που κανένας δεν
προσέχει. Κι εγώ λαβωμένη φιγούρα θα
συνεχίσω το δρόμο μου. Θα φάω άλλο ένα
δάχτυλο. Δικό μου. Από αυτά που
μετράνε το χρόνο μου. Αντίστροφα,
κανονικά δεν ξέρω. Μένει να φάω και τα
υπόλοιπα για να μάθω. Και από τους
συνοδοιπόρους μου, τους δολοφόνους μου
κάποιοι τρομαγμένοι από το φως μου και
το σκοτάδι μου θα φύγουν μακριά. ʼλλοι
όμως θα πλησιάσουν. Διψασμένοι για
νίκη, για το αίμα που τρέχει,
λυσσασμένοι να σταματήσουν το
περπάτημά μου. Ξέρω ότι γύρω μου
υπάρχουν κι άλλες φιγούρες. ʼλλες
σκοτεινές και άλλες φωτεινές. Τις
ακούω. Έχουν πάρει κι αυτές το
μονοπάτι του πουθενά. Αυτές με κρατάνε
ζωντανή. Κάπου-κάπου ρίχνω μία κλεφτή
ματιά στα βήματά τους. Μόνο αυτά
φαίνονται. Καμιά φορά δεν είναι γεμάτα
μόνο με νερό. Έχουν πλημμυρίσει από το
υγρό της ζωής που αποδεικνύει ότι
προχωράνε. Και χαμογελάω. Γιατί
υπάρχουν και οι γκρίζες φιγούρες.
Αυτές δεν περπατάνε. Στροβιλίζονται
στο χώρο και στο χρόνο πέφτοντας πάνω
σε περπατητές και εμπόδια. Τότε είναι
που τους τρώνε το πρόσωπο. Και αυτές
από ντροπή και θυμό, θυμό για την
άγνοιά τους, τρώνε το πρώτο τους
δάχτυλο. Και περπατάνε. Ήμουν κι εγώ
έτσι. Έπεσα πάνω σε πολλούς περπατητές
που στην προσπάθειά τους να συνεχίσουν
το δρόμο τους ψυθίριζαν στον άνεμο
λέξεις που δεν καταλάβαινα. Τώρα τις
ξέρω. Τις ακούω γύρω μου και τις
μαθαίνω. Τις φωνάζω αλλά μόνο ψίθυρος
βγαίνει. Φταίει ο ήλιος που κρύβει.
Κρύβει όλα τα σκοτεινά σημεία του
δρόμου. Αυτού που όλοι περπατάμε. Και
μένει μόνο να μην τα δούμε. Να πέσουμε
πάνω τους και να μας ξεσκίζουν
πλάσματα του μυαλού μας, να φάμε τα
δάχτυλά μας και να συνεχίσουμε. Να
περπατάμε μέχρι το τέλος. Το φως ή το
σκοτάδι.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|