| Η ΜΑΝΤΙΛΑ ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ
(Γράφτηκε στις 2/12/2007 ξημερώματα....)
Μια φορά κι έναν καιρό τα πολύ παλιά χρόνια, όταν ακόμη οι άνθρωποι έβλεπαν τα ξωτικά και τις νεράιδες και μπορούσαν να μιλούν μαζί τους, οι πειρατές κι οι τσιγγάνοι που γύριζαν τη Μεσόγειο για να κάνουν εμπόριο και πλιάτσικο*, συνήθιζαν κάθε καλοκαίρι τη νύχτα που γέμιζε η μεγάλη πανσέληνος του Αυγούστου, να μαζεύονται στις ράχες του Ψηλορείτη κι εκεί, προφυλαγμένοι από τον όγκο του βουνού, να ανάβουν μεγάλες φωτιές και να στήνουν γλέντι τρικούβερτο. Έφταναν σιγά σιγά, μεγάλες παρέες, άλλοι από τα καράβια τους που τ’ άφηναν στο μεγάλο λιμάνι του Χάνδακα, όπου είχαν αράξει δυο – τρεις μέρες πριν κι άλλοι απ’ όλους τους δρόμους της στεριάς, διασχίζοντας το μονοπάτι που περνούσε απ’ τ’ Ανώγεια και τους έβγαζε στους πρόποδες του βουνού.
Μαζεύονταν εκεί από τ’ απόγευμα, έστηναν μεγάλες σούβλες και πυροστιές κι έψηναν ζουμερά κομμάτια κρέας, κοντοσούβλια και κοκορέτσια. Kι ύστερα τ’ άπλωναν πάνω σε μεγάλα τραπέζια κι όλοι μαζί κάθονταν, έτρωγαν κι έπιναν, έπιναν και μεθούσαν. Κι άρχιζαν να λένε ύστερα, ιστορίες για χώρες μακρινές που γνώρισαν στα εμπορικά ταξίδια που έκαναν όλο το χρόνο και για τις πολιτείες που επισκέφτηκαν και μιλούσαν για τα μελλοντικά τους σχέδια, έκλειναν εμπορικές συμφωνίες και ονειρεύονταν τα πλούτη που θα μάζευαν την επόμενη χρονιά , μόλις θα ξανάρχιζαν τις περιπλανήσεις τους, την επομένη του γλεντιού. Κι όταν χόρταιναν το φαΐ και τις συζητήσεις, έπιαναν το χορό, χόρευαν και τραγουδούσαν, μεθούσαν και πηδούσαν πάνω απ’ τις μεγάλες φωτιές που έκαιγαν όλη τη νύχτα, ξεφαντώνοντας μέχρι το πρωί. Κι όταν το ξημέρωμα το γλέντι τελείωνε, αποκαμωμένοι πια οι λεβέντες τούτοι εδώ, άραζαν κάτω απ’ τα δέντρα και τους έπαιρνε γλυκός ο ύπνος, μέχρι να τους ξυπνήσει το πρωί, το πρώτο φως της αυγής. Κι ύστερα, έπαιρναν πάλι τις ρούγες του εμπορίου, μέχρι την επόμενη χρονιά….
Θα σας διηγηθώ λοιπόν, τι συνέβη σ’ ένα από αυτά τα γλέντια, ένα γλυκό βράδυ του καλοκαιριού….
Οι πειρατές κι οι τσιγγάνοι, είχαν μαζευτεί όπως κάθε χρόνο από νωρίς πάνω στο βουνό κι είχαν στήσει τα τραπέζια και τις σούβλες με τη βοήθεια των γυναικών του χωριού, που μαζεύονταν κάθε τέτοια μέρα για να βοηθήσουν στην προετοιμασία του γλεντιού και να κατέβουν ύστερα μέσα στο χωριό, για να γλεντήσουν πιο ήσυχα μοναχές τους και ν’ αφήσουν τους άντρες στο ξεφάντωμά τους. Είχε περάσει πια η ώρα και το γλέντι των πειρατών είχε ανάψει για τα καλά, κι η φασαρία από τα γέλια και τις φωνές των μεθυσμένων, αντηχούσε σ’ όλες τις πλαγιές του βουνού ενώ οι λάμψεις από τις φωτιές, έδιναν το στίγμα της ομήγυρης σ’ ολόκληρη την περιοχή του Ψηλορείτη.
Έτυχε λοιπόν εκείνη την ώρα, να περνά πάνω απ’ τον ουρανό της Κρήτης μια μεγάλη και σπουδαία μάγισσα από τις χώρες του σκοτεινού Βορρά , που ακολουθούσε ένα κοπάδι αγριόχηνες στο ταξίδι τους προς το Νότο, ψάχνοντας για τόπους με καινούργια και περίεργα βοτάνια που της χρειάζονταν για τα μαγικά της και θέλοντας να συναντηθεί με μάγους σε πιο νότιες περιοχές και ν’ ανταλλάξει μαζί τους μυστικά μαγείας και σοφίας. Οι λάμψεις της φωτιάς και η φασαρία, εξάψανε την περιέργεια της μάγισσας, που είχε παρατήσει τις αγριόχηνες που τις έδειχναν το δρόμο μέχρι που νύχτωσε σε μια λίμνη εκεί πιο πέρα κι έκοβε βόλτες πάνω από την Κρήτη, μ’ αυτή την μαγική Πανσέληνο που τραβούσε τον ύπνο μακριά της και δεν την άφηνε να ησυχάσει.
Γεμάτη περιέργεια η μάγισσα άρχισε να πετά χαμηλότερα κάνοντας κύκλους πάνω απ’ την μεθυσμένη συντροφιά των πειρατών που απασχολημένοι στο γλέντι τους δεν την πρόσεξαν στην αρχή κι εξακολουθούσαν το χορό και το τραγούδι. Η μάγισσα παρατηρώντας από ψηλά την ομήγυρη πρόσεξε πως ανάμεσα στους παρευρισκόμενους γλεντοκόπους, ήταν και πολλοί που τους γνώριζε, καθώς τύχαινε να τους συναντήσει πολλά βράδια στις περιπλανήσεις της, άλλους όταν ξάγρυπνοι ξενυχτούσαν στην κουπαστή του καραβιού τους, κάτι τέτοιες βραδιές με πανσέληνο σαν και την αποψινή κι άλλους καθώς τους έβρισκε πλάι στη φωτιά δίπλα στα τσαντίρια τους και την φίλευαν πότε λίγο γλυκό κρασί και πότε ένα κομμάτι ψωμί ή λίγο φαγητό που τους είχε περισσέψει από το βραδινό τους.
Έτσι η μάγισσα ξεθαρρεύοντας, πάτησε στο έδαφος και σέρνοντας τη σκούπα της πλησίασε τη χαρούμενη παρέα κι άρχισε να χαιρετάει τους γνωστούς της που μόλις την έβλεπαν, αντί να τη διώξουν, όπως θα έκαναν με οποιαδήποτε άλλη γυναίκα που θα τολμούσε να πλησιάσει τα τραπέζια τους εκείνο το βράδυ, άρχισαν να της χαμογελούν και να την καλούν να κάτσει μαζί τους στο τραπέζι της γιορτής, να φάει και να πιει κι αφού ξεκουραστεί, να τους πει τι τους γράφει από ‘δω και πέρα η τύχη τους, αν θα πλουτίσουν αυτή τη χρονιά περισσότερο ή αν θα πέσουν σε φουρτούνες και θαλασσοταραχές και θα κινδυνέψουν τα καράβια τους. Κι ακόμα αν ήρθε η ώρα κάποιου απ’ αυτούς να παντρευτεί και να αφήσει πια τις περιπλανήσεις και τις περιπέτειες για να στήσει το σπιτικό του και να γίνει νοικοκύρης και μεγαλέμπορος στον τόπο της γυναίκας του.
Κι η μάγισσα, έκατσε μαζί με τους πειρατές, έφαγε ήπιε και ξεδίψασε κι ύστερα αφού έκανε μερικές προβλέψεις για τη τύχη του καθενός και για τη χρονιά που θ’ ανοιγόταν από το άλλο πρωί μπροστά τους, σηκώθηκε να μπει στο χορό τους και να ξεφαντώσει μαζί τους. Κι αφού χόρεψε και φχαριστήθηκε η ψυχούλα της, θέλησε κάποια στιγμή να αποσυρθεί από το γλέντι και να πάει λίγο παράμερα, κάτω από κάποιο δέντρο να ξαπλώσει μια στάλα, πριν ανταμωθεί την επομένη ξανά με τις αγριόχηνες, για να συνεχίσει το ταξίδι της προς το νότο. Οι πειρατές σεβόμενοι την επιθυμία της σοφής γυναίκας που βρισκόταν ανάμεσά τους, δεν έφεραν καμιά αντίρρηση στην επιθυμία της και φώναξαν ένα παλικαρόπουλο, νέο πειρατή, που συνόδευε το θείο του στο ταξίδι του απ’ τη Μασσίλια ως την Αίγυπτο, να συνοδεύσει τη μάγισσα μέχρι το ξέφωτο και να της στρώσει μια κουρελού, απ’ αυτές που είχαν μαζί τους για να κοιμηθούν κι αυτοί αργότερα σαν θα τέλειωνε το γλέντι τους.
Το παλικαράκι συνόδευσε τη μεγάλη γυναίκα κι εκείνη λίγο πριν τον αποχαιρετήσει, έβγαλε από το σακούλι της ένα απλό γκρι χωρίς κεντήματα μαντήλι, του το ‘δωσε και του είπε: «Γιε μου σας δίνω αυτό το μαντήλι σαν ευχαριστώ για την φιλοξενία σας και για την αγάπη που μοιράστηκα μαζί σας αυτό το βράδυ και γιατί κάθε φορά που συναντώ κάποιον ταξιδιάρη σαν και σας, πάντα βρίσκω λίγη ζεστασιά και καλοσύνη κι ένα κομμάτι ψωμί να βάλω στο στόμα μου. Αυτό το μαντήλι είναι μαγικό! Έχει τη δύναμη να πιάνει στα κόμπια του την αγάπη. Κι όποιος το κατέχει βρίσκει την αγάπη κι ευτυχεί στη ζωή του. Θα ήθελα να το πάρεις εσύ που είσαι νέο παλικάρι και δεν έχεις βρει ακόμη το ταίρι σου. Μα κάτι τέτοιο θα ήταν άδικο για τους άλλους που μαζί γλεντάτε απόψε κάτω από το όμορφο τούτο καλοκαιρινό φεγγάρι του Αυγούστου. Ρίξτε το στον κλήρο λοιπόν κι αν τύχει να σου πέσει παλικάρι μου να ξέρεις πως αυτό το μαντήλι μόνο ευτυχία θα σου φέρει στη ζωή σου! Μα κι αν δεν σου λάχει στον κλήρο και μόνο που το έπιασες γιε μου στα χέρια σου φτάνει…». Αυτά είπε η μάγισσα κι άφησε τον νέο να επιστρέψει στη συντροφιά του…
Ο νεαρός την ευχαρίστησε για το πολύτιμο δώρο κι επέστρεψε στο γλέντι, για να τους ανακοινώσει την επιθυμία της μάγισσας, ώστε να ρίξουν τον κλήρο και να δουν ποιος θα κέρδιζε το μαντήλι. Μα τους βρήκε όλους ξεφαντωμένους κι ανάστατους να παιρνούν ανάμεσα από τις φλόγες χορεύοντας και τραγουδώντας κι έτσι σκέφτηκε πως μπορούσαν να ρίξουν τον κλήρο την άλλη μέρα, όταν θα ξυπνούσαν και λίγο πριν αποχαιρετιστούν για να ξαναγυρίσουν στις περιπλανήσεις τους ανά τον κόσμο. Πλησίασε λοιπόν τον γιο του δημάρχου, που είχε μείνει στο γλέντι, μαζί με την υπόλοιπη πιτσιρικαρία του χωριού, για να σερβίρει τους πειρατές και να φροντίσει να μη τους λείψει τίποτε, όση ώρα αυτοί απολάμβαναν το φαγητό τους και που λαγοκοιμόταν τώρα καθισμένος σ’ έναν από τους πάγκους των τραπεζιών, ασυνήθιστος καθώς ήταν στα ξενύχτια. Ο έφηβος σκούντησε το μικρό παιδί και του είπε: «Νικόλα, πάρε αυτό το μαντήλι και πρόσεχέ το μέχρι αύριο το πρωί! Κι αν το ξεχάσω να ‘ρθω να στο ζητήσω, μόλις με δεις και ξυπνήσω τρέχα να μου το δώσεις και ‘γω θα σου δώσω ένα ολόκληρο φλουρί για αντάλλαγμα! Σύμφωνοι;»
«Σύμφωνοι!» του ‘πε ο πιτσιρικάς και βιάστηκε ν’ αρπάξει το μαντήλι και να ξαναγυρίσει στον υπνάκο του…
Ο νεαρός πειρατής ήσυχος πως είχε εμπιστευτεί το μαντήλι της μάγισσας σε καλά χέρια, επέστρεψε στο γλεντοκόπι και ζήτησε να πιει γλυκό κρασί να μεθύσει και να χορέψει. Κι ύστερα από λίγο είχε ξεχάσει για τα καλά και τη μάγισσα και το μαντήλι της αλλά και τον παραγιό που του το είχε εμπιστευτεί….
Ο παραγιός, χαρούμενος που την άλλη μέρα θα τσέπωνε το φλουρί, τύλιξε με προσοχή το μαντήλι της μάγισσας και το ‘βαλε κάτω απ’ το προσκεφάλι του, για να συνεχίσει αμέριμνος τον ύπνο του. Μα περνώντας η ώρα, η ψύχρα του βουνού και της υπαίθρου άρχισε να περονιάζει τα κόκαλά του κι ο μικρός ξυλιασμένος ξεδίπλωσε το μαντήλι και το ‘ρίξε στους ώμους του, μέχρι να τελειώσει το γλέντι και να βρεθεί κάποιος μεγαλύτερος να του πετάξει καμιά κουρελού για να πάει να συνεχίσει τον ύπνο του κάτω από τα δέντρα. Μα καθώς ο ύπνος πήρε για τα καλά το μικρό, η μαντίλα της μάγισσας, γλίστρησε απ’ τους ώμους του και βρέθηκε στη μέσα μεριά του πάγκου κάτω απ’ το τραπέζι. Κι όταν το γλέντι των πειρατών τέλειωσε κάποια στιγμή αργά το βράδυ, ο πατέρας του παιδιού, σήκωσε το κοιμισμένο παιδί στην αγκαλιά του κι απομακρύνοντας το από τον πάγκο, το ξάπλωσε στη ρίζα ενός δέντρου, έριξε μια κουβέρτα από πάνω του κι ύστερα ξάπλωσε κι αυτός δίπλα του. Και το ξημέρωμα βρήκε όλους τους γλεντζέδες βυθισμένους σε βαθύ μεθυσμένο ύπνο, ανάμεσα στα δέντρα, σ’ ένα
ξέφωτο της φιλόξενης πλαγιάς…
Πριν βγει καλά καλά ο ήλιος το επόμενο πρωί, οι κοπέλες του χωριού, έφτασαν με σκούπες και ξεσκονόπανα και με μεγάλα ψάθινα καλάθια, για να καθαρίσουν το χώρο της γιορτής και τα τραπέζια. Με ψιθυρίσματα και σιγανά γέλια, για να μην ξυπνήσουν τους κοιμισμένους άντρες, άρχισαν να μαζεύουν τα πιάτα τα ποτήρια και τα τραπεζομάντιλα που είχαν φέρει απ’ το χωριό την προηγούμενη και να πετάνε μέσα στα καλάθια τ’ αποφάγια της γιορτής, κρατώντας μερικά απ’ αυτά για να τα δώσουν στα σκυλιά του χωριού.
Εκεί που συγύριζαν και κουτσομπόλευαν, μια απ’ αυτές, η μικρή κόρη του Φούρναρη, καθώς μάζευε το τραπέζι πάνω στο οποίο κοιμόταν την προηγούμενη ο παραγιός, πρόσεξε το σταχτί μαντήλι κρυμμένο κάτω από το φαρδύ τραπεζομάντιλο. «Μμμμ…» σκέφτηκε «να ένα ωραίο μαντήλι για να δένω τα μαλλιά μου σαν κάνω τις δουλειές μου. Είναι και γκρίζο και δε θα λερώνει εύκολα ούτε θα φαίνονται απάνω του οι στάχτες και η σκόνη όταν καθαρίζω…» κι έσκυψε γρήγορα κάτω από το τραπέζι για να το κοιτάξει με την ησυχία της. Η κοπέλα χωρίς να γνωρίζει τις μαγικές ιδιότητες της μαντίλας, υπέθεσε πως είχε γλιστρήσει από την τραχηλιά κάποιου πειρατή και στα γρήγορα, για να μην την ανακαλύψουν οι υπόλοιπες γυναίκες που καθάριζαν τα τραπέζια μαζί της, έβαλε το μαντήλι στη τσέπη της και συνέχισε σαν να μην συμβαίνει τίποτε τη δουλειά της….
Οι γυναίκες του χωριού στα γρήγορα μάζεψαν τα τραπέζια και τράβηξαν προς το ποτάμι για να πλύνουν τα τραπεζομάντιλα και τα σερβίτσια και ν’ αφήσουν τους άντρες να ξυπνήσουν και να ετοιμαστούν για το φευγιό τους με την ησυχία τους…
Όταν είχε βγει πια για τα καλά ο ήλιος και κόντευε να μεσημεριάσει, άρχισαν σιγά – σιγά οι πειρατές να ξυπνάνε και παρέες παρέες να κατεβαίνουν προς την πλατεία του χωριού, για να πλυθούν στις βρύσες και να βάλουν μια μπουκιά στο στόμα τους πριν κατηφορίσουν απ’ τ’ ανώγεια, άλλοι προς το Χάνδακα κι άλλοι προς τα μονοπάτια που θα τους επέτρεπαν να συνεχίσουν να παζαρεύουν τις πραμάτειες τους σ’ άλλα χωριά και σ’ άλλες πολιτείες. Ο μικρός παραγιός πιο ξεκούραστος καθώς ήταν από τους υπόλοιπους, ξύπνησε από τους πρώτους κι όπως έκατσε πάνω στη κουβέρτα του και τεντώθηκε για να διώξει το πρωινό μούδιασμα, θυμήθηκε ξαφνικά το μαντήλι της μάγισσας κι έτρεξε προς τα τραπέζια για να βρει το ύφασμα και να εισπράξει την αμοιβή για την φύλαξή του…
Μα φτάνοντας δίπλα στον πάγκο που τον φιλοξένησε το προηγούμενο βράδυ, δε βρήκε τίποτα. «Μπα! Θα το είδα στον ύπνο μου φαίνεται!» σκέφτηκε και καθώς ντράπηκε να συναντήσει τον πειρατή που τον εμπιστεύτηκε χτες βράδυ και να του ζητήσει το φλουρί του, ροβόλησε απογοητευμένος προς το χωριό για να βρει τη μάνα του, να του δώσει τουλάχιστον λίγο κατσικίσιο γάλα και καμιά περιποιημένη φέτα ψωμί με λάδι και ζάχαρη για να παρηγορηθεί…
Καθώς κατέβαινε προς το χωριό, συνάντησε στο δρόμο την κόρη του Φούρναρη που η μάνα της την είχε διώξει απ’ το ποτάμι για να πάει στο μύλο του πατέρα της να ζυμώσει και να βάλει στα τσουβάλια αλεύρι, να το φέρει ύστερα ο πατέρας της κάτω στο φούρνο να το μοιράσει στους συγχωριανούς. Μα δεν πέρασε απ’ το μυαλό του παιδιού η σκέψη πως το μαντήλι που το ίδιο έψαχνε πριν από λίγο, βρισκόταν στη τσέπη του κοριτσιού κι έτσι αφού την καλημέρισε συνέχισε ολοταχώς το δρόμο προς το σπίτι του…
Η κόρη του Φούρναρη καλημέρισε κι αυτή με τη σειρά της τον πιτσιρικά κι ύστερα συνέχισε σιγοτραγουδώντας το δρόμο προς το μύλο της οικογένειάς της. Μόλις η κοπέλα έφτασε στο μύλο, ξεκλείδωσε γρήγορα – γρήγορα κι άρχισε να βάζει μπρος τις δουλειές που της είχε παραγγείλει η μάνα της. Ξεκρέμασε την ποδιά του πατέρα της, που έστεκε χρόνια τώρα κρεμασμένη σ’ ένα καρφί πίσω απ’ την πόρτα του Μύλου και καθώς πήρε να ζυμώνει, ενοχλημένη από τις μπούκλες που της έπεφταν μπρος στα μάτια της, θυμήθηκε το μαντήλι που είχε στην τσέπη της και γρήγορα – γρήγορα το τύλιξε γύρω απ’ τα μαλλιά της και συνέχισε να ζυμώνει καμαρώνοντας για το καινούργιο της απόκτημα.
Όταν τέλειωσε το ζύμωμα, έβαλε στην πινακωτή τα έτοιμα για ψήσιμο ψωμιά, τ’ άφησε να φουσκώσουν κι ύστερα θέλησε ν’ αρχίσει να γεμίζει με αλεύρι τα τσουβάλια που της παράγγειλε η μάνα της. Κι όταν τέλειωσε κι αυτή τη δουλειά, άρχισε να σκουπίζει και να καθαρίζει το Μύλο, για να τον βρει ο πατέρας της να λαμποκοπάει όταν θ’ ανέβαινε επάνω. Κάποια στιγμή τέλεψε όλες τις δουλειές της και τότε, θέλησε να ξεπλύνει τη σκόνη που είχε γεμίσει τα χέρια και το πρόσωπό της απ’ τα σκουπίσματα και τα ξεσκονίσματα και στα γρήγορα τράβηξε τη μαντίλα της μάγισσας απ’ το κεφάλι της την έχωσε μες τη τσέπη της ποδιάς για να την ξαναπάρει φεύγοντας και γρήγορα έβγαλε και την παλιοποδιά, την κρέμασε στη γνωστή της θέση και πετάχτηκε έξω απ’ το στρογγυλό κτήριο βιαστικά. Με δυο δρασκελιές έφτασε σε μια μικρή βρυσούλα που ανάβλυζε δροσερό νερό λίγο πιο πέρα από ‘κει που στεκόταν ο μύλος, βούτηξε τα χέρια της κι αφού τα ξέπλυνε, έριξε με τις φούχτες της μπόλικο νερό στο πρόσωπό της και στα λερωμένα εδώ κι εκεί μ’ αλεύρι μαλλιά της. Κι ύστερα αποκαμωμένη απ’ τις πολλές δουλειές που ‘χε κάνει όλη μέρα η κόρη του Φούρναρη, κάθισε σε μια πέτρα δίπλα στη βρυσούλα να ξεκουραστεί, κάτω απ’ την πλατιά σκιά του μεγάλου Πλάτανου που άπλωνε τα φιλόξενα κλαδιά του πάνω απ’ τη βρυσομάνα. Και κουρασμένο καθώς ήταν το κορίτσι, αποκοιμήθηκε εκεί κάτω απ’ το μεγάλο πλατάνι…
Κι ύστερα από αρκετή ώρα, η κοπέλα ξύπνησε απότομα και το πεινασμένο της στομάχι, της θύμισε πως είχε σχεδόν μεσημεριάσει και πως έπρεπε να παρατήσει για λίγο τις νοικοκυροσύνες και να επιστρέψει στο χωριό για να παραβρεθεί με τους δικούς της στο μεσημεριανό τραπέζι. Αλαφιασμένη ροβόλησε τρέχοντας το βουνό, παίρνοντας πίσω το μονοπάτι για το σπίτι της και ξεχνώντας μες τη βιασύνη της τη μαντίλα της μάγισσας μέσα στην τσέπη της ποδιάς. Σαν έφτασε στο σπίτι της, έσπρωξε την πόρτα απότομα και μπήκε λαχανιασμένη, αντικρίζοντας όπως το περίμενε, όλη την οικογένειά της, γύρω απ’ το μεσημεριανό τραπέζι. «Τι καλά έχουμε σήμερα μάνα;», ρώτησε και χωρίς να περιμένει απάντηση, έσπρωξε την πρώτη άδεια καρέκλα που βρήκε μπροστά της και στρογγυλοκάθισε δίπλα στον πατέρα της. «Φασολάδα», της απάντησε ξερά η μάνα της «Μα πριν να φας, πήγαινε μέσα στο δωμάτιο, να δεις τα δώρα που μας άφησαν οι πειρατές για το ευχαριστώ, πριν φύγουν….». Ενθουσιασμένη η κόρη του Μυλωνά, πετάχτηκε απ’ το τραπέζι κι έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα των γονιών της. Κι εκεί πάνω στο κρεβάτι, είδε κάμποσες μεταξωτές ολοκέντητες και πολύχρωμες μαντίλες και δυο – τρία φορέματα αλλά και μια όμορφη κατακαίνουργια ποδιά, άσπρη άσπρη και κολλαριστή, να περιμένει τον πατέρα της να τη φορέσει. Η κοπέλα μαζί με τις αδερφές της που την είχαν ακολουθήσει στο δωμάτιο, άρχισε να προβάρει το ένα μετά το άλλο τα φουστάνια και τα μαντήλια, ξεχνώντας ολότελα το απλό μα σπάνιο μαντήλι της μάγισσας….
Σαν απόφαγαν ο Μυλωνάς, φίλησε τα κορίτσια του κι αφού πήρε τον μεσημεριανό του υπνάκο, τράβηξε προς τον Μύλο για να κατεβάσει τις πινακωτές και τα τσουβάλια με το αλεύρι στο φούρνο του. Πήρε βέβαια μαζί του την καινούργια του ποδιά για να τη φορέσει, όταν θα ξεκίναγε τη δουλειά του. Μόλις έφτασε στο Μύλο, ξεκλείδωσε με τη σειρά του την πόρτα, μπήκε μέσα στο στρογγυλό κτήριο και καθώς γύρισε προς τον τοίχο για να κλείσει ξανά την πόρτα πίσω του, είδε την παλιά του την ποδιά κρεμασμένη στο καρφί της. Με μια δόση τρυφερότητας την ξεκρέμασε και την κράτησε για λίγο μέσα στα χέρια του μουρμουρίζοντας: «Άϊντε! Τα ‘φαγες και ‘συ τα ψωμιά σου…». Ύστερα πήγε πίσω στην αποθήκη της ιδιοκτησίας του και κρέμασε εκεί την παλιά του την ποδιά, μη τυχόν του χρειαστεί καμιά ώρα αργότερα…
Κι ύστερα αφού τέλειωσε κι αυτός τις δουλειές του, κατέβηκε στο φούρνο του για να ψήσει νόστιμο και μυρωδάτο ψωμί να χορτάσει τους συχωριανούς του. Κι έτσι η ζωή στ’ ανώγεια, μετά το μεγάλο γλέντι των πειρατών, πήρε και πάλι τον κανονικό της ρυθμό, μέχρι το επόμενο καλοκαίρι…
Κι η μαντίλα της μάγισσας, έμεινε για πολύ καιρό μέσα στην παλιά ποδιά του Φούρναρη, ξεχασμένη εκεί πίσω στην παλιά αποθήκη όχι όμως κι ο μύθος που την συνόδευε…
Γιατί δυο – τρεις μέρες μετά, εκεί που καθόταν αμέριμνος στο κατάστρωμα του καραβιού του θείου του και ρέμβαζε το απέραντο γαλάζιο που απλωνόταν μπροστά του, ο νεαρός πειρατής, τινάχτηκε ξαφνικά απότομα και χτύπησε με το χέρι του το μέτωπό του.... «Αμάν!» σκέφτηκε… «ξέχασα να ζητήσω απ’ τον μικρό το μαντήλι της μάγισσας….Και τώρα; Τι να κάνω; Να ζητήσω απ’ το θείο μου να βγει απ’ τη ρότα του και να γυρίσει πίσω το καράβι δε γίνεται….πω! πω! Τι έπαθα! Άραγε θα το προσέξει τουλάχιστον ο πιτσιρίκος που του το εμπιστεύτηκα;…κι ίσως το επόμενο καλοκαίρι να με βγάλει πάλι η πορεία μου προς τα ‘δω και να ξαναβρεθώ στο γλέντι των πειρατών….τότε θα βρω τον πιτσιρίκο και θα του ζητήσω το μαντήλι…έτσι κι αλλιώς η μάγισσα είπε πως δεν είναι δικό μου…ας φέρει λοιπόν την αγάπη και την ευτυχία σ’ όποιον το έχει στα χέρια του…». Έτσι λίγο θλιμμένος ο νεαρός κατέβηκε να βρει το υπόλοιπο πλήρωμα του καραβιού και την ώρα που κάθονταν όλοι μαζί το βράδυ στο κατάστρωμα, μετρώντας τα αμέτρητα αστέρια που έχασκαν από πάνω τους και κουτσοπίνοντας, μίλησε στους συντρόφους του για το μαντήλι της μάγισσας και για την ιδιότητά του…
Ο νεαρός πειρατής, άλλαξε πολλές φορές από ‘κεινο το βράδυ, πληρώματα και καράβια και σ’ όσους γνώριζε διηγούνταν το θρύλο για το παράξενο μαντήλι. Μα η ρότα του δεν τον έβγαλε ποτέ πια στο όμορφο νησί της Κρήτης…
Πέρασε αρκετός καιρός κι ένα πρωί, η γυναίκα του Φούρναρη έβαλε με το νου της να καθαρίσει την αποθήκη του Μύλου και να ξεσκαρτάρει ότι παλιό θα ‘βρισκε εκεί μέσα. Φόρεσε λοιπόν το φακιόλι της ανέβηκε μια και δυο το ανηφορικό μονοπάτι, έφτασε στο μύλο και γρήγορα άρχισε να πετάει ότι παλιόπραμα είχε συσσωρευτεί με τα χρόνια μέσα στην αποθήκη και δεν της γέμιζε το μάτι. Εκεί που συγύριζε, έπεσε το μάτι της πάνω στην παλιά ποδιά. «Να…» σκέφτηκε, «…αυτή θα την κόψω και θα τη κάνω ένα σωρό άσπρα πετσετάκια για την κουζίνα μου…». Μα όπως άπλωσε το χέρι της να την αρπάξει, ένοιωσε την τσέπη της ποδιάς να φουσκώνει και βάζοντας το χέρι της, τράβηξε έξω τη σταχτιά μαντίλα και την κράτησε απορημένη στο χέρι της. «Μπα! Τι ‘ναι τούτο το μαντήλι..» συλλογίστηκε «…πως βρέθηκε μες σ’ αυτήν εδώ την ποδιά; δε θυμάμαι να ‘ναι δικό μου πάντως, μήτε να το αγόρασα εγώ για καμιά απ’ τις κόρες μας....κι έτσι γκρίζο και απλούστατο που είναι μόνο για να το φορέσει κανάς φτωχός κάνει…ας το πάρω μαζί μου κάτω στο χωριό να το δώσω σε κανένα χριστιανό…»
Σαν απόσωσε τις δουλειές της η γυναίκα του Φούρναρη, κλείδωσε τον παλιό Μύλο και κίνησε να φύγει. Μα εκεί πιο πέρα, δίπλα στη βρύση, πήρε το μάτι της μια καμπουριασμένη και ζαρωμένη γριά που είχε καθίσει κάτω απ’ τον μεγάλο πλάτανο να ξαποστάσει. Η γυναίκα πλησίασε τη συμπαθητική γριούλα, την καλημέρισε και της έπιασε την κουβέντα. Κι έτσι όπως την είδε γερασμένη και κακόμοιρη, σκέφτηκε πως το μαντήλι που κρατούσε στο χέρι της θα της ταίριαζε μια χαρά για να της ζεσταίνει το λαιμό τα κρύα βράδια του χειμώνα και χωρίς να το πολυσκεφτεί της το άφησε και συνέχισε το δρόμο της βιαστικά για το σπίτι της, γιατί κι εκεί την περίμενε άλλη πάστρα και μαγείρεμα. Κι η γρια με τη σειρά της, έβαλε το σταχτί μαντίλι στο δισάκι της και κούτσα κούτσα κατηφόρισε κι αυτή προς το φτωχοκαλύβι της…
Το μαγεμένο μαντήλι δεν βρέθηκε ποτέ από ‘κει κι ύστερα, μα ο θρύλος του έμεινε για πάντα ζωντανός. Κι οι παλιοί λένε πως όποιος το βρει και το πιάσει στα χέρια του θα βρει την αγάπη και θα ευτυχίσει στη ζωή του. Αν θέλουμε βέβαια τους πιστεύουμε…άκουσα πάντως μετά από αρκετά χρόνια, πως μια κοπελιά απ’ τ’ ανώγεια έτυχε κάποτε να βρεθεί στις Συρακούσες κι εκεί γνώρισε και καλοπαντρεύτηκε έναν όμορφο πλοίαρχο απ’ την Μασσαλία με καράβια κι εμπορικές επιχειρήσεις σε αρκετά μέρη του κόσμου που είχε κληρονομήσει τον καπετάνιο θείο του. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…
*Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Σπανδώνη «Όταν ο Μενέλαος…», εκδόσεις Φιλίστωρ:
Το μεγάλο ανεμοδαρμένο κάστρο τους φάνηκε σκοτεινό, υγρό και καταθλιπτικό στους πρίγκιπες (στον Αγαμέμνονα και στον Μενέλαο), όταν γύρισαν στις Μυκήνες. Και κόντεψαν να σκάσουν απ’ την πλήξη με τις βαριές δουλειές του χειμώνα, το μάζεμα των φόρων, την κατασκευή καινούριων όπλων και το καλαφάτισμα των πλοίων. Το καλοκαίρι όμως ήρθε ξανά, και το εκστρατευτικό σώμα πήρε πάλι δρόμο. Κι από τότε, δεν πέρασε ούτε ένα σχεδόν καλοκαίρι χωρίς να φύγουν οι πρίγκιπες ταξίδι, είτε σε πολεμική είτε σε διπλωματική αποστολή, είτε απλά, για πλιάτσικο. (Δεν πρέπει, το ξαναλέμε, να ξεχνάμε πως ακόμα και στον καιρό του Θουκυδίδη η πειρατεία θεωρούνταν μια πολύ καθωσπρέπει απασχόληση).
Κι όμως χώρεσε ολόκληρο.... άντε δε σας ταλαιπώρησα αυτή τη φορά... μάλλον πρέπει να πω κι ένα ευχαριστώ στον Galanda....
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|