| Στης πιο πράσινης κοιλάδας μας τα βάθη
Κει που αγγέλοι κατοικούσανε καλοί
Κάποτε τρανό παλάτι εστάθη
Λαμπρό παλάτι κι ύψωνε την κεφαλή.
Στο βασίλειο πέρα κει το φοβερό
Στου μονάρχη Νου στεκότανε τη χώρα
Σεραφείμ ποτέ δεν άπλωσε φτερό
Πάνω από χτίσμα σαν κι εκείνο μέχρι τώρα.
Με σημαίες χρυσοπόρφυρες, λαμπρές
Στους τρανούς του ν' ανεμίζουνε του θόλους
(Τούτα γίνονταν σε μέρες μακρυνές-
Όλα τούτα - ξεχασμένες τώρα απ' όλους)
Και τ' αγέρι που απαλό μες τις γλυκές
Ερωτιάρικα παιχνίδιζε τις μέρες
Στις επάλξεις του - πανώριες μα χλωμές -
Ευωδιές σκορπούσε γύρω στους αιθέρες.
Κι οι διαβάτες της κοιλάδας σαν περνούσαν
Βλέπαν μέσα στο παλάτι αυτό του πλούτου
Πνεύματα που τις φιγούρες τους κινούσαν
Ρυθμικά στο μαγικό ήχο ενός λαγούτου
Όλο γύρω από έναν θρόνο όπου - καθώς
Στην τρανή του δόξα ταίριαζε - φαινόταν
Ο πορφυρογεννημένος κι αγαθός
Του βασίλειου ο αφέντης που καθόταν.
Με ρουμπίνια στολισμένη ένα σωρό
Και λαμπρά μαργαριτάρια ήταν η πύλη
Του κάστρου εκείνου απ' όπου πάντα λαμπερό
Κύλαγε έξω κάθε αυγή και κάθε δείλι
Ένα πλήθος από ηχούς στις λαγκαδιές
Που για μόνη και γλυκιά είχανε δουλειά τους
Με υπέροχες να ψάλλουνε φωνές
Το μυαλό και τη σοφία του βασιλειά τους.
Ντυμένα όμως πένθιμα πλάσματα μαύρα του Άδη
Μια μέρα πήραν το τρανό του Ρήγα το βασίλειο
(Αχ! ας τον κλάψουμε που πια μαύρο τον κλει σκοτάδι
Και ν' ανατέλει δεν θα δει ποτέ ξανά τον Ήλιο)
Και γύρω απ' το παλάτι του η δόξα που ανθισμένη
Ερόδιζε την κάθε αυγή σαν άνθος δροσερό
Δεν είναι παρά μια παλιά ιστορία ξεχασμένη
Θαμένη απ' τον καιρό.
Τώρα οι διαβάτες της κοιλάδας σαν περνάνε
Βλέπουνε μέσα στο παλάτι πάντα εκεί
Μορφές πελώριες που αλλόκοτα στριφογυρνάνε
Σε μια παράτονη χυδαία μουσική
Ενώ σαν χείμαρος φριχτός έξω απ' την πύλη
Του κάστρου έξω ασταμάτητα κυλάει
Μαύρο ένα πλήθος με το σαρκασμό στα χείλη
Που ξεφωνίζει μα ποτέ πια δεν γελάει.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|